Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ στὸν Ὅμηρο ἔχει μόνο γεύση ἀπὸ αἴτημα, ὁ τύπος της εἶναι, θέλω νὰ γίνει αὐτό, κι ἂν δὲν θέλεις ἂς μὴ γίνει, γι’ αὐτὸ μποροῦσαν νὰ προσεύχονται μὲ εὐθύτητα ἢ καὶ θυμό, μὲ προσευχὴ–ἐπίπληξη ἀλλὰ ὄχι κατηγορία, μᾶλλον σὰν παράπονο γιὰ ἕνα καλὸ ποὺ ὁ Θεὸς παραλόγως ἀρνεῖται νὰ κάνει — παιδικὸ παράπονο, ἐφόσον ὁ Δίας δὲν εἶναι κατασκευαστὴς ἀλλὰ γεννήτορας, τέτοιος παραμένοντας ἀκόμη κι ἂν τὸ θέλημά του μοιάσει ξένο ἢ ἀνεπιθύμητο: “Δία Πατέρα, κανένας Θεὸς δὲν εἶναι πιὸ ὀλέθριος ἀπὸ σένα, γιατὶ γεννᾶς ὁ ἴδιος τοὺς ἀνθρώπους κι ὅμως μετὰ δὲν τοὺς λυπᾶσαι”.[271]

Κοινὸ θέλημα δὲν δημιουργεῖται στὴν σύμπτωση ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν, ἀλλὰ στὴν ἕνωση τῶν ἐρωτευμένων, ἀκόμη καὶ μέσα σὲ ἀντιθέσεις ἢ σφάλματα, στὸν βαθμὸ ποὺ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν θεμέλια οἰκειότητα ὡς τέτοια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χρειάζεται νὰ διαβαστεῖ, γιὰ παράδειγμα, ὁ Προμηθέας Δεσμώτης, στὴν ‘ἄρνηση’ ἢ ‘κριτικὴ’ τοῦ Δία ἐκφράζοντας συνείδηση ἀκόμη μεγαλύτερης ἑνότητας μὲ τὸν Θεό, προετοιμασμένης ἤδη στὴν φαινομενικὰ ἀπορριπτόμενη ὁμηρικὴ ἀρχή της, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν νοεῖται.[272]

Δὲν ἔχει σοβαρὰ ἐρείσματα ἡ ‘ἄποψη’ ὅτι “σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ζωή, δὲν ὑπάρχει καμμιά ὑπερβατικὴ ἐξωκοσμικὴ δύναμη ποὺ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα λιγώτερο, νὰ τοὺς ‘ἀγαπάει’.”[273] Θὰ ἦταν ποτὲ δυνατό, μέσα σὲ κόσμο τόσο ἀποξενωμένο ἀπὸ τὴν Ἀρχή του, νὰ δημιουργηθεῖ ὁ πολιτισμὸς ποὺ κατεξοχὴν κατάλαβε καὶ τίμησε τὴν φιλία; “Ρώτησαν τὸν Πιττακό, ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς Θεοὺς ὅταν κάνει κάποιο κακό, καὶ εἶπε, ‘ὄχι, οὔτε κἂν ὅταν τὸ σκέφτεται’.”[274] Κι ἐφόσον οἱ Ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν ἐνοχικὴ συνείδηση, ἡ πανταχοῦ παρουσία καὶ ἐπίβλεψη τῶν Θεῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ τὸ ζεῦγος φόβου καὶ τιμωρίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως.