“Γιὰ τὰ δύο τοῦτα ἔπη γράφτηκαν ἀνέκαθεν πάρα πολλά, ἐνῷ τὰ τελευταῖα ἑκατὸ χρόνια[[263]] ἀμφισβητήθηκε ἐπίμονα ἡ ἑνότητά τους. Ἀλλὰ ὁ Γκαῖτε, ἀφοῦ μετεωρίσθηκε ψηλότερα ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἐκείνη συζήτηση, ἀποφάνθηκε ὅτι, εἴτε ὑπολάβουμε τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια ὡς ἕνα σύνθετο φαινόμενο, ὡς ἄθροισμα διαφόρων ἐπῶν, εἴτε παραδεχθοῦμε τὴν ἑνότητά τους, πειθόμενοι ὅτι ὑπῆρξαν δημιουργήματα δαιμόνια μιᾶς μεγάλης ποιητικῆς ψυχῆς, εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ πιὸ ποιητικὰ ἔργα τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας, διάνοιας, φαντασίας καὶ καρδιᾶς. Ὅμως τέτοια ἔργα προϋποθέτουν πάντοτε χῶρο κατάλληλο γιὰ τὴν παραγωγή τους καὶ πρὸ πάντων κοινωνικὸ βίο δεκτικὸ καὶ ἀνοιχτὸ στὴν ἰδεώδη ἐκείνη ἀπεικόνιση, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται ποίηση. Γι’ αὐτό, ὅπως οἱ πάντες ὁμολογοῦν, στὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια ὑποφαίνεται κατάσταση πραγμάτων ἀληθινὴ καὶ καθόλου φανταστική”.[264]
ΣΤΗΝ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ραψωδία τῆς Ἰλιάδας, ὁ Ἀχιλλέας ἀποκαλεῖ τὸν Πάτροκλο Θεῖο δῶρο στὴ δίψα τῆς ψυχῆς μου.[265] Ὁ Λόγος τῆς ψυχῆς εἶναι πρόσωπο, καὶ θέλει νὰ εὐχαριστήσει καὶ τελειοποιήσει τὴν ψυχή — θεράποντα τοῦ Ἀχιλλέα ὀνομάζει τὸν Πάτροκλο ὁ Γλαῦκος, ἀλλὰ ὁποιοσδήποτε πραγματικὸς φίλος εἶναι θεράπων[266] — φέρει τὴν ψυχὴ στὴν ἐπίγνωση τῆς φύσης της ὡς θείου προορισμοῦ. Ἀναγνωρίζοντας στὸν φίλο τὸν ἕνα Λόγο τοῦ βίου τους, οἱ Ἕλληνες μοιράζονταν τὸ ἀπόλυτο τῆς θείας ζωῆς, ἐπίσης προσωπικῆς. Γιὰ τὸν Ἀχιλλέα ὁ Πάτροκλος εἶναι ὁμιλία, ἐπαφή, κηδεμονία καὶ ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰσχὺς ὑφίσταται ἀλλὰ δὲν προέχει οὔτε μετέχει ἰσοτίμως: ὡς γενιὰ τοῦ Μενοίτιου ὁ Πάτροκλος εἶναι καὶ ἀναγνωρίζεται ἰσχυρός,[267] ὅπως ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ἡ θεία καταγωγή του. Ὡς δῶρο στὸν Ἀχιλλέα ἀναγνωρίζεται θεῖος.
Σελ. 1234567891011121314151617181920212223242526272829