Λέγαμε ὅτι, μέσα στὴν ὅποια ἀσημαντότητα τοῦ ἀρχαίου βίου, ἀναπόφευκτη γιὰ κάθε λαὸ σὲ ποικίλους βαθμούς, κάτι ἄλλο καὶ πρωταρχικὸ θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ὑπῆρχε, γιὰ νὰ προκύψει ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Τὸ ἄλλο αὐτὸ δὲν κάνει οὔτε δειλὴ ἐμφάνιση στὰ κείμενα τοῦ Κυριαζόπουλου, ὅπου τὰ πράγματα τείνουν νὰ ἐγκλωβίζονται στὴν πιὸ στενὴ δυνατὴ πολιτικὴ διάσταση, μὲ τὴν ἴδια τὴν φιλοσοφία ἀπὸ Ὁμήρου μέχρι Στωϊκῶν νὰ παρακολουθεῖ κατὰ πόδας τοὺς συσχετισμοὺς πολιτικῶν δυνάμεων καὶ τὶς μεταπτώσεις τῶν πολιτικῶν καταστάσεων. Χαίρομαι ποὺ ἡ σπουδὴ τοῦ ἀσήμαντου μπορεῖ νὰ διαθέτει σημαντικοὺς ἐργάτες, οἱ ὁποῖοι, ἀκόμη καὶ ὅταν παρερμηνεύουν, βοηθοῦν πάντως νὰ βιώνουμε ζωντανὰ τὸ αὐτονόητο, τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἀσημαντότητας σὲ κάθε λαὸ κάθε ἐποχῆς. Ἐδῶ ἂς ἐπιτραπεῖ ἡ παράκαμψη τοῦ βιώματος αὐτοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν διαπίστωση ὅτι ἂν οἱ ἀρχαῖοι ἄκουγαν τὸν Ὅμηρο — καὶ ἄκουγαν ὅλοι, ὄχι μόνο οἱ ‘εὐγενεῖς’ — φθάνοντας ὅπου ἔφθαναν, καὶ στὸν “πέρα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν οὐσία, ὑπερέχοντα σὲ παλαιότητα καὶ δύναμη ἀγαθὸ Θεό”,[261] πάει νὰ πεῖ ὅτι καὶ προηγουμένως καὶ συνεχῶς κάποια Πραγματικότητα εἶχαν.
Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς τὴν εἶχαν καθαρή. Καὶ ἀνάγκης ζυγὸς ὑπῆρχε ὣς ἕνα βαθμό, ἡ Ἰφιγένεια θυσιάστηκε, τὸ χαλὶ τῆς ἔπαρσης τοῦ Ἀγαμέμνονα, τὸν καταδίκασε. Ὅμως ἂς παραδεχόταν κανεὶς προτοῦ ἀρχίσει νὰ διορθώνει τὸν Ὅμηρο, ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ὑστερεῖ — ἂς παραδεχόταν, δηλαδή, ὅπως ὁ Δραγούμης, ὅτι “ἐμένα μὲ σκανδαλίζει ἡ καλλονὴ τῆς Ἑλένης, γιατὶ δὲν τὴν εἶδα καὶ δὲν ξέρω ἀκόμη ἂν πρέπει νὰ πιστέψω τὸν ποιητή”.[262]
Σελ. 1234567891011121314151617181920212223242526272829