“Καμμιά κίνηση, καμμιά ἀναπνοή, καμμιά προκοπὴ οὔτε λάθη, / Τίποτα δὲν ἀρχίζει, τίποτα δὲν τελειώνει, κανεὶς δὲν ἀγαπάει, κανεὶς δὲν πολεμάει, / Ὅλοι σου οἱ ἐχθροὶ εἶναι φίλοι καὶ ὅλες σου οἱ μέρες νύχτες”.[541]

 

Η ΘΕΙΑ ΓΝΩΣΗ στὸν Παρμενίδη ἴσως μοιάζει τελείως λογικιστική, ὅμως δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν οὐσία της ἡ μυθοπρεπὴς ἐκφορά της: ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε φιλοσοφικὸ κείμενο μεγάλης λογοτεχνικῆς ἰσχύος, ἡ εἰδή του προκύπτει ἐσωτερικά, μορφώνοντας τὴν βιωματικὴ ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ἡ ὅλη παιδεία τοῦ ἀνθρώπου συλλαμβάνει μιὰ συγκεκριμένη ἐνόραση ὡς ἀληθινή. Ὁ στοχαστὴς ποὺ ταύτιζε πλήρως νόηση καὶ ὕπαρξη, εἶχε ἐπίσης τὸ χάρισμα νὰ ὑπερβαίνει στὸν λόγο του τὴν ἀναιμία τῶν ἐπιχειρημάτων: ὁ Παρμενίδης δὲν εἶναι ἕνας ‘μεγαλοφυής’, ἡ δύναμή του γιὰ διανοητικὴ εἰκασία πραγματοποιεῖται μέσα στὴν ἐσωτερική του βίωση τῆς πέρα ἀπὸ ἐπιχειρήματα ἄμεσης βέβαιης ἐνόρασης ὅτι αὐτὸς ἐδῶ ὁ ἔγχρονος κόσμος στὴν πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο.

Ὁ Παρμενίδης συναισθάνεται πὼς ὁ θάνατος ἁπλῶς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξοντώνει τὴν πραγματικότητα. Τὸ βάθος ὅπου ἡ ἐνόραση αὐτὴ κυοφορεῖται, προβαίνει ὡς ἡ ποιητικὴ οὐσία τοῦ ἔργου του, μὲ τὸν λογικισμὸ νὰ καταφέρει ἀπὸ τὴν πλευρά του ὅσο γίνεται πιὸ ἰσχυρὴ (καὶ ὄχι ἰδιαίτερα ἰσχυρὴ ἐν τέλει) ἀντίρρηση σὲ ὅσους θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὴν λογιστικὴ γιὰ νὰ ἀπορρίπτουν τὸ ἐνορατικὸ βίωμα ὑπάρξεως θείας ὥστε καὶ ἀκατάλυτης.