Τὸ πέλειν δὲν σημαίνει παλίντροπο μετοχὴ στὸ εἶναι καὶ τὸ μηδέν.[530] Τὰ μέλη δὲν παραχωροῦν τὴν θέση τους, ἀλλὰ βρίσκονται συμπαγῶς ἁρμοσμένα στὸ ὅλον. Κάθε τὶ μετέχει τοῦ Ἑνὸς καὶ εἶναι τὸ Ἕνα μέσα στὴν ταυτότητά του:[531] ὅπου δὲν βρίσκεται τὸ ἴδιο, ἀναδύεται ἐπίσης ἑνιαῖο μέρος τοῦ ὅλου, δηλαδὴ ἡ ὕπαρξη δὲν θραύεται στὰ ὅρια, ἀλλὰ κάθε τι ὑφίσταται ἐσωστρεφῶς καὶ συνάπτεται αἰώνια στὸ ὅλον.[532] Τὸ Νόημα δὲν βρίσκεται μόνο στὴν πρόταση, ἀλλὰ ἐπίσης στὴν κάθε λέξη: μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὁλόκληρο τὸ εἶναι στὸ πιὸ μικρὸ μέρος, ἐπειδὴ μικρὸ καὶ μεγάλο ἀπειρίζονται καὶ ταυτίζονται.
Στὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη δὲν ἀπομένει πραγματικὴ θέση γιὰ τὸ μηδέν. Αὐτὸ ἐμφανίζεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, ὡς προϊὸν μεροληψίας[533] ἀνύπαρκτης στὴν πλησμονὴ τῆς ἀλήθειας.[534] Τὸ γίγνεσθαι καταλαβαίνει ὡς ἀπώλεια ὅποιος παρασύρεται στὰ ὅριά του, ἀντὶ τοῦ Ἑνὸς βιώνοντας δικό του πέρας. Ἡ συνείδηση αὐτὴ λογίζεται φρόνημα θανάτου καὶ ἄγνοια.[535] Τὸ σοφὸν θεᾶται μόνο ἀκίνητη αἰώνια συνοχή,[536] ἑνωμένο ὅπως εἶναι μὲ ὅλα, καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα κεχωρισμένον,[537] ὅπως φανερώνεται στὸ οὐράνιο παλάτι ὅπου προσκαλεῖται ὁ φιλόσοφος. Ὁ Θεὸς καὶ ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος συνομιλοῦν ὑπεράνω τοῦ παντὸς καὶ παραμένοντας ἑνωμένοι μὲ ὅλα, ἀφοῦ τὸ ἓν πᾶν εἶναι θεῖος Λόγος, οἱ ἀθάνατες ὀντοέννοιες ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὕπαρξη.