Ἔχει σημασία νὰ γίνεται σαφὴς καὶ μὲ ἔμφαση ἡ οὐσία αὐτὴ στὴν σκέψη τοῦ Παρμενίδη, γιατὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ μεγάλη του δύναμη — καὶ ὄχι μόνο ἡ δική του: χάρη στὴν δύναμη αὐτή, ὅπως ἔχουμε δεῖ, συνέβη ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐπιλύοντας τὸ παράδοξο ὄντος ἀθανάτου διαποτισμένου μὲ θάνατο, γιατρεύοντας ἔτσι τὴν πληγὴ τῆς ἀρχαίας ψυχῆς.

 

ΣΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ἀποσπάσματα τοῦ Παρμενίδη δὲν θὰ ἐντοπιστεῖ ἀναφορὰ σὲ Θεὸ Δημιουργό, ὅμως τὸ Εἶναι ὡς τέτοιο δὲν διαθέτει δύναμη, ἑπομένως δὲν δημιουργεῖ. Τὸ Εἶναι ὑποστηρίζει ἀπεριόριστα καὶ ἀπαράλλακτα τὴν ὕπαρξη τῶν ὄντων ὡς ὄντων. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ εἴσοδος στὸ Εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει στὸ ἴδιο τὴν αἰτία της, ἡ Ἡσιόδειος παράδοση προσέγγιζε τὴν ὕπαρξη ὡς γενεσιουργὸ γίγνεσθαι, ἀναγκαστικὰ ἀφήνοντας τὴν θεμέλια ἀρχὴ τῆς δυναμικότητας ἀπόκρυφη στὸ πρωταρχικὸ Χάος. Ὁ Παρμενίδης ἀντικρύζει τὸν χωροχρόνο πεπληρωμένο, ἀποκτῶντας ἔτσι προϋποθέσεις προσλήψεως τοῦ γίγνεσθαι ὡς Εἶναι, πλησιάζοντας ἀρκετὰ στὴν πλατωνικὴ περιγραφὴ τοῦ κόσμου ὡς ἐν κινήσει αἰωνιότητος. Ὅμως ὁ Πλάτων μιλάει πιὰ καθαρὰ γιὰ προσωπικὸ Δημιουργό, καὶ δὲν ταυτίζει τὸ γίγνεσθαι μὲ τὸ Εἶναι κατὰ κανένα τρόπο.