Σταδιακὰ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ κοινωνία καταλάβαινε τὴν ὕπαρξη νὰ περιέχει τὴν θνητὴ ζωή, τὴν ἀθάνατη ζωή, τὸν ἅδη ὡς ὁριστικὸ πέρασμα στὶς πολλὲς μονὲς τῆς αἰωνιότητας, τὴν κόλαση ὡς παραφροσύνη, περίπου–ὕπαρξη, ἐφόσον δὲν ἔχει Λόγο νὰ ὑπάρχει, ὥστε ὁ ἀνέραστος ἄνθρωπος “ὅπως ἐδῶ ἔτσι κι ἐκεῖ (στὴν ἄλλη ζωὴ) θὰ συναναστρέφεται μὲ σκιές”.[549]

“Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἀθάνατη, δὲν ἔχει ἄλλη ἀποφυγὴ τῶν κακῶν καὶ σωτηρία ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ γίνει ὅσο πιὸ ἐνάρετη καὶ σοφὴ μπορεῖ. Γιατὶ ἡ ψυχὴ κατεβαίνει στὸν ἅδη χωρὶς νὰ ἔχει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παιδεία καὶ τὸν χαρακτῆρα της, τὰ ὁποῖα λέγεται πὼς ὠφελοῦν ἢ βλάπτουν πάρα πολὺ ὅποιον πέθανε, ἤδη μόλις ἀρχίσει τὴν πορεία του ἐκεῖ. Κι αὐτὸ ποὺ λέγεται εἶναι, ὅτι ὅταν καθένας πεθαίνει, τὸ πνεῦμα ποὺ τὸν πρόσεχε ὅσο ζοῦσε, προσπαθεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ κάποιο συγκεκριμένο τόπο, ὅπου πρέπει νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ νὰ κριθοῦν οἱ ψυχὲς γιὰ νὰ προχωρήσουν στὸν ἅδη, μὲ ἀρχηγό τους νὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει διαταχθεῖ νὰ τοὺς πάει ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ … Ἡ πορεία αὐτὴ δὲν εἶναι ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Τήλεφος τοῦ Αἰσχύλου, γιατὶ λέει πὼς μία καὶ ἁπλὴ ὁδὸς πηγαίνει στὸν ἅδη. Ὅμως δὲν μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι μία οὔτε ἁπλή, γιατὶ τότε δὲν θὰ χρειαζόταν οὔτε ὁδηγούς, γιατὶ κανεὶς δὲν θὰ κινδύνευε καθόλου νὰ χάσει τὸν δρόμο, ἂν ἦταν μόνο ἕνας ὁ δρόμος, ἀλλὰ φαίνεται σὲ πολλὰ σημεῖα νὰ χωρίζεται καὶ νὰ ἔχει πολλὲς τριόδους … Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἀποκτήσει τάξη καὶ σοφία, ἀκολουθεῖ καὶ δὲν ἀγνοεῖ τί συμβαίνει, ἐνῷ ἐκείνη ποὺ ἔχει συγκεντρωμένη στὸ σῶμα τὴν ἐπιθυμία της … γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὸν ὁρατὸ τόπο ἔχοντας τὴν φροντίδα της πάρα πολὺ ὅσο ζοῦσε, ἀφοῦ φέρει μεγάλη ἀντίσταση καὶ ὑποφέρει πολλά, μόλις ποὺ σύρεται καὶ μὲ βία ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ ἔχει διαταχθεῖ νὰ τὴν ὁδηγήσει. Κι ὅταν φθάσει ὅπου βρίσκονται οἱ ἄλλες ψυχές, ἂν εἶναι ἀκάθαρτη κι ἔχει καταπιαστεῖ μὲ ἄδικους φόνους ἢ ὁτιδήποτε παρόμοιο … ὅλοι τὴν ἀποφεύγουν καὶ τὴν ἀποστρέφονται, καὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ γίνει οὔτε σύντροφος οὔτε ὁδηγός της. Ἔτσι, περιπλανιέται ἄσκοπα τελείως, μέχρι νὰ συμπληρωθεῖ ὁρισμένος χρόνος, ὁπότε ἀναγκαῖα καταλήγει στὴν κατοικία ποὺ τῆς ταιριάζει. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔζησε μὲ καθαρότητα καὶ μέτρο, καὶ τῆς δόθηκαν σύντροφοι καὶ ὁδηγοὶ Θεοί, ἔχει κι ἐκείνη κατοικήσει στὸν τόπο ποὺ τῆς ταιριάζει, καὶ εἶναι πολλοὶ καὶ θαυμαστοὶ οἱ τόποι τοῦ κόσμου…”[550]