Ὅπως εἰπώθηκε, ὁ λογικισμὸς ἀνήκει σὲ δευτερεύουσα τάξη στὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη, μὲ τὴν κυριότητα νὰ βρίσκεται στὴν ἐσωτερικὴ βίωση ἀναγκαιότητος τῆς ἀθανασίας καὶ στὴν ἀντίστοιχη ἱεροπρεπῆ ποιητικὴ ἐκφορά, ἡ ὁποία παρουσιάζει σὲ ἁπτὴ ζωντανὴ ὀντότητα ὅ,τι διαφορετικὰ δὲν θὰ ἦταν παρὰ μόνο ἀφηρημένο καὶ ἀμφίβολο θεώρημα. Στὴν παρουσία αὐτὴ ἡ Θεὰ συνεισφέρει τὸν λογικισμὸ ρητὰ ἐπικαλούμενη τὴν πέρα τελείως ἀπὸ κάθε ἐπιχείρημα αὐθεντία της, καὶ ἀναγνωρίζοντας στὸν φιλόσοφο ἀποκλειστικό της συνομιλητή. Ἔτσι ἡ θεία σοφία ἐγείρει μαζὶ καὶ ὑποτάσσει τὸν λογικισμὸ σὲ μιὰ διάσταση γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἱκανός: τὸ φαινομενικὰ αὔταρκες στοὺς δικούς του ὅρους εὔλογον, ἀκόμη καὶ αὐτὸ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μόνο μέσα ἀπὸ τὴν μύησή του στὴν θεία συνείδηση, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἀπὸ ὅπου μεταδίδεται ὅλη ἡ ἀσφάλεια καὶ ἀλήθεια τῆς ὕπαρξης.

Ὁ Παρμενίδης δὲν προτείνει ‘μιὰ θεωρία’, περιγράφει κοινωνία τοῦ πιὸ σπάνιου μαζὶ καὶ αὐθεντικοῦ βιώματος, ἀπευθυνόμενος ἀποκλειστικὰ στὸν φιλόσοφο ὡς φίλο τοῦ Θεοῦ — ὄχι στὸν εὐαίσθητο, εὐφυῆ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ μυούμενο στὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ὕπαρξης, στὴν ἑνότητα, θειότητα καὶ ἀθανασία της.