Ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Παρμενίδη εἰσέφερε στὴν πλατωνικὴ καὶ τὶς νεοπλατωνικὲς προσλήψεις τῆς ὕπαρξης καὶ δι’ αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἄμεσα,[538] στὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς θεολογίας.[539] Δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν Λόγο τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, ἐφόσον δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς ἰδιαίτερο πρόσωπο, δὲν προέρχεται μέσα σὲ κοινωνία προσώπων, δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ὑπερβατικότητα ὡς πρὸς τὴν κτίση.

Πάνω ἀπ’ ὅλα, τὸ σύμπαν τοῦ Παρμενίδη ὑφίσταται τραυματικά, κυριολεκτικῶς κομματιάζοντας τὴν ἀθανασία, ἐφόσον τὰ μέρη δὲν διακρίνονται μόνο ὅπως μέλη ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν διάρκεια: ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος του κανένα μέρος δὲν συμπίπτει μὲ τὸ ὅλον. Τί εἴδους ἀπειρία, παντοτινὴ ζωὴ καὶ ἀμετακίνητη οὐσία προϋποθέτει τὸ ἴδιο τὸ ἀντίθετό της, ἀνυπέρβλητη περατότητα τῆς ὕπαρξης; Ὅπως συνοψίζει ὁ Πόππερ, “ὁ Παρμενίδης βλέπει τὴ ζωὴ σὲ ὅλη της τὴ ζεστασιά, τὴν κίνηση, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ποίηση. Ἀλλὰ ἡ παγερὴ ἀλήθεια εἶναι ὁ θάνατος”.[540] Καὶ ἀκόμη πιὸ παραστατικὰ ὁ ΜακΝάις: