Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Παρμενίδης ἀρνεῖται πρωταρχικὴ ὕπαρξη τοῦ μηδενός, στὰ ὄντα ἀναγνωρίζοντας νοήματα ἔνσαρκα, θεῖα, λίαν καλά, μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ καὶ πλήρως στὴν χριστιανικὴ σκέψη. Οἱ ἐπιγνώσεις αὐτὲς εἶναι τόσο σημαντικές, ὥστε καὶ ὁ Πλάτων μόνο μὲ πολὺ σεβασμὸ ἀποφάσισε νὰ ἀσκήσει κριτική: “ὁ Παρμενίδης μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Ὅμηρος, ‘σεβαστὸς γιὰ μένα’ μαζὶ ‘καὶ τρομερός’.”[543] Ὅμως ἡ εἰκόνα του δὲν παύει νὰ ἐμποδίζει, μή ἔχοντας πραγματικὴ θέση οὔτε γιὰ θάνατο οὔτε γιὰ σωτηρία.[544] Φωτισμὸς ὑπάρχει στὴν ἐνόραση τοῦ Παρμενίδη, ἀνάσταση ὅμως ὄχι.

Καθαρή, βέβαιη καὶ πλήρης ἐπίγνωση τοῦ φωτισμοῦ, καὶ αὐτοῦ ἑνωμένου μὲ τὴν ἀνάσταση ὡς ὁριστικὴ διάβαση μαζὶ καὶ κρίση, ἀναπτύσσεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία μὲ τὸν Πλάτωνα.

 

 

“ΘΑ ΔΙΑΒΟΥΜΕ καλὰ τὸ ποτάμι τῆς λήθης καὶ δὲν θὰ μιάνουμε τὴν ψυχή μας”, εἰδοποιεῖ ὁ Πλάτων,[545] περιγράφοντας τὴν πορεία μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνάγκη, σὲ δεινὸ πνῖγος καὶ καῦμα, ὣς τὸ πεδίο τῆς Λησμονιᾶς καὶ τοῦ Ἀμέλητα ποταμοῦ.[546] Ἀναγκαῖο γιὰ ὅλους νὰ πιοῦν νερὸ τῆς Λησμονιᾶς, ἀλλὰ ὅσοι στεροῦνται κάθε σωτήριου φρονήματος περνᾶνε τὸ μέτρο μηδενίζοντας τὴν δυνατότητα νὰ ἀνακτήσουν τὴν φύση τους.