Σημειώσεις

525 Ἡράκλειτος, DK 52.

526 Πλάτων, Τίμαιος 92b.

527 Ἰλιάδα Η 446.

528 Θεογονία, στ. 300.

529 Παρμενίδης, DK 3, στ. 7. Γιὰ τὴν ταύτιση νοεῖν καὶ εἶναι πρβλ. ἐπίσης τὸ ἀπ. 8 (ταὐτὸν δ’ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστι νόημα. οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ὧι πεφατισμένον ἐστιν, εὑρήσεις τὸ νοεῖν), καὶ τὸ ἀπ. 6 (χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι).

530 Παρμενίδης, DK 6, στ. 15.

531 Δηλώνοντας ὅτι “ἐγὼ ἤμουν κάποτε ἀγόρι, κορίτσι, θάμνος, πουλὶ καὶ βουβὸ ψάρι στὴ θάλασσα” (DK 117), ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἀναγνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἰσότιμη μὲ ὅλα, ἐπειδὴ “ἀπὸ τὰ πολλὰ μεγάλωσε γιὰ νὰ εἶναι μόνο τὸ Ἕνα” (DK 17): σοφία καὶ ταπεινοφροσύνη ταυτίζονται στὴν ἀναγνώριση τοῦ ἑνὸς Πνεύματος ποὺ ὅλα μοιράζονται, ἀλλὰ δὲν ἔχει γίνει συνειδητὴ ἡ συμφυΐα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἡ ἀπόλυτη μοναδικότητα κάθε ἀνθρώπου. Ὅμως καὶ τὴν σκέψη τοῦ Ἐμπεδοκλῆ ἐποπτεύει ὁ Ὅμηρος, ποτέ δὲν γίνεται ὑπερβολικὰ ἀπρόσωπη.

532 Παρμενίδης, DK 8.

533 Παρμενίδης, DK 2, στ. 13–14.

534 Παρμενίδης, DK 1, στ. 52.

535 “Οἱ ἄνθρωποι χάνονται ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ ἑνώσουν τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ τέλος,” δηλώνει ὁ Ἀλκμαίων (DK 24, ἀπ. 2· πρβλ. Ἀριστοτέλους, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς 338a). Ὁ Ἡράκλειτος δίνει ἔμφαση στὴν πρακτικὴ πλευρά: “γιὰ τοὺς Θεούς, ποὺ ζοῦν σὲ μιὰ διαρκῆ θέα τοῦ ὄντος, τὰ πάντα, λέει ὁ Ἡράκλειτος, εἶναι ‘καλὰ καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια’: μόνο οἱ ἄνθρωποι οἱ συνυφασμένοι μὲ τὸ μηδέν, ‘ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια’ (ἀπ. 102) καὶ δὲν θά ‘ξεραν κἂν τὸ ὄνομα τῆς Δίκης ἂν δὲν τοὺς ἀνάγκαζαν νὰ τὸ μάθουν αὐτὲς οἱ ἐκμηδενιστικὲς δυνάμεις τῆς Ὕβρεως καὶ τῆς Ἀδικίας ποὺ οἱ ἴδιοι φέρνουν μέσα τους καὶ ποὺ οἱ ἴδιοι ξαπλώνουν γύρω τους: ‘Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ἤιδεσαν, εἰ ταῦτα (τὰ ἄδικα) μή ἦν’ (ἀπ. 23)” — Παπαϊωάννου, “Κόσμος καὶ ἱστορία”, Ἐποπτεία 75, Ἰανουάριος 1983, σ. 10.