Σωστὰ λοιπὸν θὰ λέγαμε ὅτι προσωπικὸς δημιουργὸς μοιάζει νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν Παρμενίδη, ἀλλὰ σχεδὸν τὸν ψηλαφίζει ἡ ταύτιση τοῦ γίγνεσθαι μὲ τὸ Εἶναι, ἐφόσον συμβαίνει μέσα στὴν ταύτιση Εἶναι τῶν ὄντων καὶ Νοήσεως τοῦ Θεοῦ. Στὸν Παρμενίδη ὁ κόσμος ἔχει προσωπικὴ τὴν σύσταση καὶ φύση του, ἔστω ἂν τὴν φύση αὐτὴ ὁ Θεὸς μοιάζει ἁπλῶς νὰ συμμερίζεται: νὰ μπορεῖ νὰ τὴν συμμερίζεται πράγματι, καὶ νὰ τὴν δημιουργεῖ, κατ’ οὐσίαν ταυτίζονται — ἡ κοσμικὴ ὕπαρξη εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη γιὰ τὴν θεία καὶ προσωπικὴ νόηση ὡς νόηση συστατικὴ τοῦ Εἶναι, δηλαδὴ ἀποτελεῖ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ὕπαρξη, τὴν ὁποία καὶ μή–δημιουργὸς Θεὸς θὰ δημιουργοῦσε ἂν ἦταν δημιουργός.

Ἀλλά, ὅπως ἔχουμε δεῖ, ἡ ‘αἰώνια ἐπιστροφὴ’ τῶν ὄντων σημαίνει ἐπίσης ἀνακύκλωση τῆς ἴδιας τῆς πτώσης, μὲ τὸν ἄνθρωπο νὰ παραμένει αἰωνίως ἐξόριστος, ἀποσπῶντας κάποτε μιὰ χαρισματικὴ θέα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τόσο ὕψος ἀκριβῶς, ὅσο χρειάζεται γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση νὰ ταυτιστοῦν μόνιμα καὶ ἀναγκαῖα.[542]

Ἡ χριστιανικὴ σκέψη ἀνακάλυπτε στὸν Παρμενίδη δίψα γιὰ φιλία μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἀθανασία ὕπαρξης ἱερῆς, διαποτισμένης μέχρι ταυτίσεως ἀπὸ τὴν θεία σκέψη. Στὸ αἴτημα αὐτὸ εἶχε νὰ ἀνταποκριθεῖ ἐπιλύοντας τὰ παράδοξα ποὺ βασάνιζαν, καθαρίζοντας τὸ μέλαν ὕδωρ τοῦ μερισμοῦ τῆς ἀθανασίας — διαιώνισης τοῦ Εἶναι μὲ τίμημα εἰρωνικὰ ἰσοδύναμο τὴν διαιώνιση τοῦ μηδενός.