Τὸ ὄνομα γεμίζει τὸν ἄνθρωπο σὰν νὰ εἶναι ναός του, τὸν μεταβάλλει σὲ τόπο τῆς θείας παρουσίας,[706] ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ ἀκούσει τὸ Ὄνομά Του — πότε; μετὰ ἀπὸ τί, ἢ μέσα σὲ τί;
Ὁ Ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας εἰδοποιεῖ γιὰ τὸν Θεὸ ὅτι εἶναι ἀπορούντων ἀντίληψις.[707] Ὑπάρχουν προϋποθέσεις καὶ πρώτη ἡ ἀπορία, γιὰ νὰ εἰπωθεῖ τὸ Ὄνομα καὶ νὰ μὴν ἀκουστεῖ σὰν ἄδεια λέξη καὶ ἀφορμὴ συκοφαντίας. Ἤδη ὁ Πυθαγόρας συμβούλευε, τὴν περὶ θεῶν δόξαν καὶ λόγον μή πρόχειρον μηδὲ φανερὸν ἔχειν μηδὲ εἰς πολλοὺς προφέρειν.[708] Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σὲ ἕνα ζευγάρι ἢ σὲ ἕνα ἄνθρωπο μόνο του. Ἡ ἔννοια τῶν ‘πολλῶν’ ὑποσημαίνει τὴν σπανιότητα τῆς γνήσιας προσωπικῆς ὕπαρξης καὶ τῶν προϋποθέσεών της.
Η ΟΥΣΙΑ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πνευματικότητας γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ πληρότητα ὡς μαρτυρία τῶν ἀρχαίων ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ κάθαρση ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Ὢν ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος, προσωπικὰ στὸν καθένα τους μέσα Του, μὲ ὅλες τὶς ἐπαφές τους μὲ τὸν Ἴδιο καὶ μεταξύ τους, κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων μετασχηματιζόμενος.[709]
Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἐνδιαφέρει, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτοὺς προερχόμαστε, μὲ τὴν γλῶσσα τους σκεφτόμαστε, καὶ συνεχίζουμε νὰ θαυμάζουμε τὸ καλύτερό τους, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο γιατὶ πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια βαφτίστηκαν καὶ μᾶς βάφτισαν στὸ Ὄνομα ποὺ κρατᾶμε ἀκόμη σήμερα: σκεπτόμενοι τοὺς ἀρχαίους μαθαίνουμε ποιὸς ἦταν ὁ γέροντάς μας, ποιὰ ἦταν ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχασε καὶ ἀνανέωσε γιὰ τὸν Χριστό.
Σελ. 1234567891011121314151617181920212223