“κι ὅταν ἀκούσεις γιὰ μνημεῖο, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἐδῶ — μνημεῖο καὶ τάφος εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιά σου”.[705]

Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ γνώρισε κυρίως τὸ Πατρικὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου, ἐνῷ ἡ ἀρχαιότητα Θεοὺς Λόγους τοῦ Πατρικοῦ Πνεύματος. Ὑπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ συνοψίσει τὴν κύρια διαφορὰ σὰν μιὰ δύναμη ἄσκησης, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δὲν ἀπέκλειε ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε μὲ τὸν τρόπο της τὴν προσωπικὴ καθενὸς ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο. Κι ὅπως καθένας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ σωθεῖ, μάθαινε μυστικὰ τὸ Ὄνομά Του στὸν βαθμὸ ποὺ πέθαινε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι στὴν δευτερεύουσα διάσταση, ὅταν ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία παράδοση πέθανε γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἔμαθε καὶ στὴν διάσταση αὐτὴ τὸ Ὄνομά Του.

Καταλαβαίνουμε (καὶ) ἔτσι γιὰ τὴν χριστιανικὴ περίοδο ἐπίσης, ὅτι ἡ γνώση ἔχει μυστικὴ φύση καὶ πορεία, ἡ πεποίθηση δὲν ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε κάτι ἀναγκαῖο ἢ ἔστω χρήσιμο — ἀντιθέτως! Ἂν ἡ πραγματικὴ παιδεία δὲν συμβαίνει ὡς ἰδεολογικὴ κατάρτιση, τὸ ψευδώνυμο τῆς κατήχησης δὲν τὴν ἀποδεικνύει ἁπλῶς ἄχρηστη: ἡ κατήχηση ζημιώνει δραματικὰ τὴν ἄσκηση ὅποιου δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκούσει, ἀπαξιώνοντας ἐκεῖνες ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες ποὺ ἔχουν ἐκλεγεῖ νὰ προφυλάσσουν τὴν καρδιὰ τοῦ νοήματος.