ΣΤΑΘΗΣ: Σαν νάταν χτες ακόμα έρχεται στο νου μου μια αξέχαστη εποχή. Παλληκάρι αμούστακο ήμουν τότε, που το βουλγαρικό κομιτάτο βασάνιζε τη μακεδονική γη και ξερρίζωνε κάθε ελληνικό από τούτο τον τόπο. Κι όταν έμαθα, πως για να σταματήσουν το κακό είχαν ξεκινήσει μακεδονομάχοι εθελοντές από κάθε ελληνική γωνιά, παιδιά άξια της πατρίδας από τη Ρούμελη κι από το Μοριά, από την Κρήτη κι από την Κύπρο κι από όλα τα νησιά μας, άφησα κι εγώ το σπίτι μας και πήδησα στα μακεδονικά βουνά, ζωσμένος τούτα τ’ άρματα, που μου λες τώρα να τα παραδώσω…Κι όταν από χρόνια το πανηγύρι ετελείωσε και ξαναγύρισα στο σπίτι μας, τ’ άρματα τα πήγα στην εκκλησιά και τα λειτούργησα [16].

Σε όλα σχεδόν τα έργα που αντλούν το θέμα τους από τη νεότερη ελληνική ιστορία, τα κεντρικά πρόσωπα –κυρίως παιδιά- φαίνεται να ενσαρκώνουν απολύτως αυτό το προτεινόμενο από τη θεατρική γραφή του Σπεράντσα πρότυπο, υπηρετώντας με συνέπεια τις ιδέες της πατρίδας και της θρησκείας.

Δείγματος χάριν, στο έργο «Ο Όρκος του Φιλικού», ένας από τους ήρωες, ο Αρματολός, προσπαθώντας να πείσει τον ιερέα να μυήσουν ένα νέο παιδί στη Φιλική Εταιρεία, του λέει: