[Ελαφρό χτύπημα στη θύρα. Ο Κωστάκης τρέχει κι ανοίγει. Ένα παιδί ξυπόλητο, με τα χέρια χωμένα στον κόρφο του, φαίνεται στο άνοιγμα της θύρας].

ΤΟ ΠΑΙΔΙ: Να τα πω;

ΟΛΟΙ: Να τα πης, παιδί μου, να τα πης…

ΤΟ ΠΑΙΔΙ: [Μπαίνει μέσα δειλά κι αρχίζει τα κάλαντα με μια αδύνατη φωνή].

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,

ψηλή μου δεντρολιβανιά.

Κι αρχή καλός σας χρόνος,

εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος

αρχή που βγήκε…

[Σωρειάζεται στο δάπεδο εξαντλημένο. Τρέχουν όλοι σιμά του και το σηκώνουν].

ΔΑΝΑΗ: Είναι εξαντλημένο.

ΕΛΕΝΗ: Θα πεινά το δυστυχισμένο…Φέρετέ το εδώ, να του δώσωμε να φάη κάτι.

ΔΑΝΑΗ: Όχι, άφησε, κυρά Ελένη. Αφήσετε να το πάρωμε εμείς στο σπίτι μας, να το περιποιηθούμε. Καληνύχτα σας. [Στο παιδί]. Έλα μαζί μας, μικρούλη.

Η Δανάη και ο Νίκος παίρνουν το μικρό και φεύγουν. Η κυρά Ελένη, ο Βάσος και ο Κωστάκης στέκονται στη θέση τους και, φανερά λυπημένοι, κοιτάζουν προς τη θύρα, απ’ όπου έφυγαν οι άλλοι. Ξάφνου ο Κωστάκης στρέφεται προς το τραπέζι και βλέπει τα δώρα του. Αρπάζει γρήγορα το αυτοκινητάκι και το τόπι και τρέχει ξοπίσω από τη Δανάη, για να τα δώση στο φτωχόπαιδο [15].

Όπως προαναφέρθηκε, ο Σπεράντσας αναδεικνύει σε καθοριστικό στοιχείο του προτύπου που προσπαθεί να προβάλει με τα έργα του στους ανήλικους θεατές, την αίσθηση του χρέους απέναντι στην πατρίδα και τη θρησκεία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η λαμπρή ιστορική πορεία του ελληνισμού δημιουργεί και ένα ηθικό χρέος στους απογόνους. Οφείλουν να φανούν αντάξιοι των προγόνων τους και από αυτή την πίστη φαίνεται ότι εμφορούνται και οι ήρωες των έργων του. Σε ένα έργο που διαδραματίζεται το 1940 σε κάποιο ελληνικό χωριό και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Τ’ Άρματα», οι μικροί θεατές μπορούν να ακούσουν τον γερο-Στάθη να αιτιολογεί γιατί δεν θέλει να παραδώσει στον κατακτητή τα όπλα του: