Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ζωγράφο, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἕνα χέρι δὲν δημιουργεῖ ποτέ τίποτα λιγώτερο ἀπὸ τὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα,[232] ἐνῷ μὲ τὸ ἄλλο χαράζει γραμμὲς ἐπὶ γραμμῶν καὶ σκιὲς ἀνθρώπων. Πιθανότερο φαίνεται ὄχι κάποιο εἶδος σχιζοφρένειας, ἀλλὰ ὅτι ὁ δημιουργὸς αὐτὸς δὲν ἔχει ἀρκετὴ προσοχὴ νὰ δώσει καὶ στὸ ἄλλο χέρι.[233] Μὲ τὴν ὕπαρξη νὰ μετεωρίζεται στὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος, ἀπ’ ὅπου πηγάζει ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, μαρτυρῶντας καλύτερα ἀπ’ ὁτιδήποτε γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς πηγῆς της καὶ ταυτότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ, δὲν παραξενεύει τόσο ἡ ἀτροφικότητα καὶ χρονοβόρος δημιουργικότητα τῶν ὑπολοίπων δυνάμεων, ὅσο ἡ παραγωγὴ τῆς ὁμηρικῆς ποίησης ἔστω…[234] Δὲν νοεῖται ὡς ἁπλὴ σύμπτωση, ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν κλασικὴ περίοδο, μὲ ὅλες τὶς ἐκφραστικὲς δυνατότητες ἤδη ἀνεπτυγμένες καὶ διαθέσιμες, ἡ εἰκαστικὴ τέχνη τῶν ἀρχαίων ἀρκεῖται νὰ συλλαμβάνει τὴν στάσιμη ταυτοκινησία τῆς θεωρίας, τὴν κίνηση–χωρὶς–κίνηση ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγεται ὁ ἴδιος ὁ ἑλληνισμός: “οἱ καλλιτέχνες δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ μεταδώσουν τὰ συναισθήματα μέσα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου, καὶ σπάνια συναντᾶμε ἐλαφρὲς ἀποχρώσεις μιᾶς ψυχικῆς κατάστασης ἢ ἑνὸς συναισθήματος.