“Ὁ ἐξιδανικευμένος [ἰδεώδης ὡς ἀληθεύων] θνητὸς εἶναι αὐτάρκης καὶ πάνω ἀπὸ κάθε κοινό, ἀνθρώπινο, πάθος, πλησιάζοντας τὴν Θεότητα”.[235]

Τὸ νοεῖν “ὑποδήλωνε πρωταρχικὰ μιὰ πράξη ἄμεσης ἀναγνώρισης … Ἦταν γενικὴ ἑλληνικὴ [πεῖρα καὶ] πεποίθηση, πὼς οἱ δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης [ψυχῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὶς ἀνώτερες συμβολιστικὲς ἐκφράσεις τῆς] συνείδησης περιεῖχαν μιὰ λειτουργία ἄμεσης κατάληψης τῆς ἀληθινῆς φύσης ἑνὸς πράγματος ἢ μιᾶς κατάστασης, συγκρίσιμη ἀλλὰ βαθύτερη ἀπὸ τὴν ἄμεση [κοινὴ γιὰ ὅλους πάντοτε ἢ συνήθη] κατάληψη τῶν ἐπιφανειακῶν ποιοτήτων [μέσα κυρίως] ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις”.[236] Ὁ Τηλέμαχος ἔνοιωσε τὴν θεϊκὴ παρουσία στὴν λάμψη ποὺ διέχεε τὸ ἴδιο τὸ σπίτι — οἱ τοῖχοι, τὰ δοκάρια, οἱ κολῶνες “σὰν ἀπὸ φωτιά· πραγματικά, θὰ εἶναι μέσα κάποιος ἀπὸ τοὺς Θεοὺς ποὺ ἔχουν τὸν πλατὺ οὐρανό”.[237]

Σημειώσεις

210 Ξενοφάνης, Σίλλοι 9.

211 “Μὲ τὸν Powell βρεθήκαμε πιὸ κοντὰ σὲ μιὰ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, γιατί ἐφευρέθηκε τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο: γιὰ νὰ καταγραφεῖ ὁ Ὅμηρος” — Ἀϊντενάιερ, Ὄψεις τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μτφρ. Εὐ. Θωμαδάκη, Ἀθήνα 2004, σ. 44.