228 Πρβλ. τὸν Βερνάν, ὅ.π., σελ. 300 καὶ 308.
229 Γκόγκολ, “Γράμματα γιὰ τὴν τέχνη καὶ τὴ ζωή”, ὅ.π., σ. 60.
230 Βιλαμόβιτς, History of Classical Scholarship, tr. A. Harris, London 1982, σ. 1.
231 Πλωτίνου Ἐννεάδες 1, κεφ. 2, ἑν. 6 καὶ κεφ. 3, ἑν. 5.
232 Ἰλιάδα Σ 478–608.
233 Τὸ δευτερεῦον ἢ καὶ κατώτερο δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἀσήμαντο. Τὸ παράδειγμα χρησιμεύει γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε τί προηγεῖται καὶ γιατί τὰ ὑπόλοιπα καθυστεροῦν, ὅμως “δὲν ὑπάρχει καμμιά περίοδος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης στὴν ὁποία ὁ καλλιτέχνης [ὡς καλλιτέχνης] νὰ μὴν ἀξιοποιεῖ στὸ μέγιστο τὶς ἱκανότητές του, παρόλους τοὺς περιορισμοὺς στὰ ὑλικὰ μέσα καὶ τὶς τεχνικὲς ποὺ εἶχε στὴ συγκεκριμμένη ἐποχὴ στὴ διάθεσή του. Καμμιά περίοδος δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀδέξιους πειραματισμοὺς ἢ στείρα παρακμή”, σημειώνει ὁ Mπόρντμαν (Ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη, ὅ.π., σ. 170).
234 Ἡ ἀκρότητα τῆς νοήσεως ἀφορᾶ στὴν κυρίαρχη ὁρμή, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε στραφεῖ ἀλλοῦ — δὲν σημαίνει πὼς καὶ ὁ τελευταῖος ἀγρότης δὲν ἔκανε ἄλλο παρὰ νὰ ἀφουγκράζεται τὸ θεῖο θέλημα. Ἂν χρειάζεται πιὰ νὰ λέγονται καὶ τὰ ἀπολύτως αὐτονόητα, ἂς εἰπωθεῖ ὅτι στὴν ὅση ἀσημαντότητα τοῦ ἀρχαίου βίου, ἀναπόφευκτη σὲ ποικίλους βαθμοὺς σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὅλων τῶν λαῶν, κάτι ἄλλο καὶ πρωταρχικὸ θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ὑπῆρχε, γιὰ νὰ προκύψει ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Τὸ ἄλλο αὐτό, προσανατολισμένο στὴν ἀκρότητα τῆς νόησής του, ἄφηνε σχετικῶς ἀτροφικὲς καὶ βραδυκίνητες τὶς διάφορες ἀξιόλογες στὴν δική τους τάξη ἀρετές του.