Ὁ Ὅμηρος ἀπηχοῦσε ποιητικὰ τὴν πεῖρα ἀπὸ τὴν σοφία τῆς θείας φιλίας, καὶ αὐτὴν προσωπική. Ἀκούγοντας τὸ τραγοῦδι του ἔνοιωθαν καὶ ἀναλογίζονταν τὴν ζωντανὴ προσωπικὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα τῶν νοεῖν, νοιώθω, κλπ. Συγγενὴς ἀλλὰ πιὸ καθαρὴ ἀπὸ τὴν √ΓΝΟ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται τὸ γιγνώσκειν καὶ ἡ γνῶσις. Ὁπωσδήποτε στὸν Ὅμηρο ἡ νόηση σημαίνει συναίσθηση τοῦ ὑπερβαίνοντος. “Ἡ σοφία καὶ ἡ φρόνηση εἶναι στὴν θεώρηση ὅσων ἔχει ὁ νοῦς, ὁ δὲ νοῦς στὴν ἐπαφή”, ἐξηγεῖ ὁ Πλωτῖνος.

“Ἡ φρόνηση κυκλογυρίζει στὸ ὄν, ὁ νοῦς στὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος”.[231]

Βιωματικὴ–νοητικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀκραίου αὐτοῦ βαθμοῦ, πράγματι ἱερατική, ἐξηγεῖ ἴσως τὴν μεγάλη προτεραιότητα τῆς ποίησης, ἤδη ἐγγύτερης, ἔναντι ὄχι μόνο τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ στοχασμοῦ, στὴν πρωταρχικώτερη γλωσσικὴ ὁρμὴ τῆς κοινωνικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, διαφορετικὰ θὰ ἀπέμενε τελείως παράδοξο, ὅτι ὁ λαὸς ποὺ διέθετε τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, χρειάστηκε τόσο πολὺ χρόνο γιὰ νὰ κερδίσει ἀντίστοιχη ἀρτιότητα στὰ ἀγάλματά του, στὶς ζωγραφιές, τὸν ἀποδεικτικὸ λογισμό…, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα προϋπῆρχαν στὸν Ὅμηρο!