212 Μπόρντμαν, Ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη, ὅ.π., σελ. 22–24, ὁ ὁποῖος σημειώνει γιὰ τὴν τέχνη τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι “λειτούργησε οὐσιαστικὰ ἁπλὰ καὶ μόνο [sic] σὰν καταλύτης στὴν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης … [Ἡ ‘καταλυτική’ της λειτουργία σημαίνει ὅτι] ὁ Ἕλληνας καλλιτέχνης διαλέγει τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ θέλει, καὶ σύντομα τὰ προσαρμόζει στὶς δικές του ἀντιλήψεις γιὰ τὴν σύνθεση ἢ τὸ σχέδιο, δημιουργῶντας ἔτσι διακοσμητικὰ θέματα ποὺ ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ σὲ πρωτοτυπία τὰ κοινότυπα, ἐπαναλαμβανόμενα διακοσμητικὰ σχέδια τῶν τεχνουργημάτων ἀπὸ χαλκὸ ἢ ἐλεφαντόδοντο τῆς Ἀνατολῆς” (ὅ.π., σ. 39). ‘Καταλυτικὴ’ ἐπίδραση θὰ ἦταν ἤδη κάτι ὑπερβολικό, ἐφόσον ἀναγκαία. Εἰδικῶς γιὰ τὴν ἀνάδυση τοῦ προσώπου, τόσο ἐντυπωσιακὴ καὶ κρίσιμη στὴν ἑλληνικὴ δημιουργικότητα, μπορεῖ κανεὶς νὰ διερωτηθεῖ: ἡ σκέψη ποὺ μεγάλωνε στὰ ὁμηρικὰ πρόσωπα, γιατί θὰ μεταμόρφωνε τὴν γεωμετρική της προϊστορία χάρη στὶς ὀδαλίσκες τῆς Ἀνατολῆς; Ὅσα στοιχεῖα κι ἂν ἐκμεταλλεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, πρόκειται στὴν οὐσία καὶ τὴν ἀφορμή της γιὰ ἐξέλιξη ἀντίστοιχη τῆς μεταβάσεως ἀπὸ τὴν ἰσχνὴ καὶ σχετικὰ ἀπρόσωπη μαντικὴ τῆς ἰωνικῆς κοσμολογίας πρὸς τὸν μεγάλο κόσμο τῶν πλατωνικῶν διαλόγων, μετάβαση πού, ὅσο γνωρίζω, κανεὶς δὲν συσχετίζει στὰ σοβαρὰ μὲ ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ αἰτία ἢ ἀφορμή.