Ὣς ἕνα βαθμὸ οἱ Ὀλύμπιοι εἰκονίζουν τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα, ἀπὸ τὸ ἐλάχιστα διάφορο — ὅταν, γιὰ παράδειγμα, συναγωνίζονται μεταξύ τους — στὸ ἐξόχως διάφορο τῆς ἀθανασίας — ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ συνιστᾶ ἀνθρώπινη ἀξία καὶ ἐπιθυμία[221] — καὶ κατόπιν στὸ τελείως ἀπερινόητο τοῦ θείου θελήματος. Ἐπειδὴ τέλος ὑπῆρχε τὸ ἀκατάληπτο καὶ ὁρατὴ ἔμενε ἡ σύγκριση βαθμοῦ μεταξὺ κοινῶν δυνάμεων καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ πίστη σήμαινε ἄπειρη κίνηση καὶ προκοπή: “οἱ ἑλληνικοὶ θεοὶ συνιστοῦν ἕνα κόσμο μορφῶν, ποὺ εἶναι μοναδικός, ἀπέραντος καὶ θαυμαστὰ φωτεινός. Σ’ αὐτόν, ὅ,τι ὑπάρχει, ὅ,τι ἀναμένει ὁ ἄνθρωπος, καλὸ ἢ κακό, ὅ,τι μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουν — ὅλα αὐτὰ μᾶς ἐμπεριέχουν μὲ τὰ θεοτικὰ σύμβολα”.[222]

“Τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς κρατάει δόρυ καὶ ἀσπίδα γιὰ τὸ σταθερὸ καὶ ἀνδρεῖο καὶ γιατὶ κάθε ἐπιβουλὴ ἀπωθεῖται μὲ τὴν σοφία. Γιατὶ ἡ Ἀθηνᾶ ταυτίζεται μὲ τὸν νοῦ. Καὶ περικεφαλαία τῆς δίνουν, ἐπειδὴ τὸ ὑψηλότερο τῆς σοφίας εἶναι ἀθέατο. Καὶ ἐλιά, ἐπειδὴ ἡ οὐσία αὐτὴ εἶναι καθαρότατη, γιατὶ ἡ ἐλιὰ εἶναι τὸ δέντρο τοῦ φωτός. Καὶ γοργόνα δίνουν στὸ στῆθος της, γιὰ τὴν ταχύτητα τοῦ νοῦ”.[223]