Οἱ μυημένοι καταλάβαιναν αὐτὸ ποὺ τὸ ὁμηρικὸ κείμενο σημαίνει, οἱ τελείως ἄσχετοι ἄκουγαν ἁπλῶς ἕνα παραμύθι (ὁ Θεὸς δὲν παρουσιάζεται στοὺς ἀσεβεῖς),[228] ἐνῷ οἱ ἀρχάριοι πλησίαζαν κάπως στὴν “βεβαιότητα, ὅτι καμμιά καλὴ σκέψη δὲν γεννιέται στὴν ψυχή, χωρὶς τὴν κυρίαρχη θέληση τοῦ ὄντος ποὺ εἶναι ἀνώτερό μας, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ κατορθώσει μόνος, μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις — ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτες οἱ σελίδες τῆς Ὀδύσσειας”.[229]

 

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Ὅμηρου καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης ποὺ ἀκολούθησε, ὅπως θὰ δοῦμε. Ἀλλὰ θὰ πρέπει πάντως νὰ ὑπάρχει ἑρμηνεία — ὄχι ἁπλὴ εἰκασία ἢ βεβαιότητα, οὔτε μεῖγμα τῶν δύο, ἀλλὰ μέσα καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὰ ἐξήγηση ἀπευθυνόμενη μυητικὰ στὴν προσωπικὴ ζωὴ καθενός. Σὲ κάθε περίπτωση νὰ μὴν ὑποτιμᾶται ἡ νοημοσύνη μας, τοὐλάχιστον νὰ ἐξηγεῖται πειστικὰ γιὰ ποιὸ λόγο ἐνδιαφέρει ὁ Ὅμηρος ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιετίες συνεχῶς. Ποτέ δὲν θὰ ἔχει πραγματικὸ νόημα γιὰ μᾶς σήμερα ἡ ἀρχαιότητα, ἂν ἀντιμετωπίζεται ὡς καθαρὸ παρελθόν, ὁπότε “σκοπὸς τῆς σπουδῆς [δὲν μπορεῖ νὰ] εἶναι [ἄλλος ἀπὸ τὸ] νὰ φέρει τὸν [ὑποτιθέμενο ὡς] νεκρὸ αὐτὸ κόσμο στὴν [δῆθεν] ζωὴ [τῆς ἀναπαράστασης] μὲ τὴν [ταριχευτικὴ] δύναμη τῆς ἐπιστήμης”.[230]