Στὶς ἀναγνωρίσεις συχνὰ παρίστανται καὶ ἄλλοι, καθένας βλέποντας ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπική του καθαρότητα, ὅπως ὁ Μέδοντας, ποὺ ἀναγνώρισε ποιὸς βοήθησε τὸν Ὀδυσσέα νὰ ἐξοντώσει τοὺς μνηστῆρες: “ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶδα τὸν ἀθάνατο Θεὸ νὰ στέκει κοντά του, καὶ σὲ ὅλα ἔμοιαζε τοῦ Μέντορα”.[225]

Ἡ στιχομυθία Ὀδυσσέα καὶ Ἀθηνᾶς ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Ὅμηρος, εἰκονίζει ἀλλαγὴ τῆς συνείδησης τοῦ Ὀδυσσέα, συμβαίνει ὡς ἀπόηχος σὲ ἄλλη τάξη, ἐσωτερικὸς διάλογος γεννημένος στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν θεία ὄψη καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ νέου, ποὺ μόνο ἐλάχιστα λόγια μπορεῖ νὰ εἶπε — ἄν εἶπε ὁτιδήποτε.

Φανερώνοντας τὴν ὑπεροχικὴ ὄψη τῆς σοφίας καὶ στοργῆς Του, τὸ θεῖο πρόσωπο μετέδοσε χωρὶς λόγια ἢ πέρα ἀπὸ λόγια ὅσα ὁ Ὀδυσσέας ἐπρόκειτο νὰ καταλάβει στὸν συλλογισμό, καὶ μαζὶ τὴν ἴδια τὴν φύση Του ὡς θείου προσώπου, εἰσάγοντας καὶ διαφυλάσσοντάς τον στὴν δική Του ὑπόσταση.[226]

Στὶς συνομιλίες Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ὁ Ὅμηρος δημιουργεῖ σύμβολα τῆς οἰκειοποίησης τῆς θείας Χάρης, ὅταν “τὰ σύνορα πρὸς στιγμὴν χάνονται, συγχέονται ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς θείας Παρουσίας, ἡ ὁποία γιὰ νὰ προβάλει μπροστὰ στὸν πιστὸ μὲ ὅλη της τὴν ἐμφάνεια, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ κυριαρχήσει στὸ βλέμμα του, νὰ τὸ αἰχμαλωτίσει ἀπὸ τὰ μέσα, νὰ μεταβάλει ἀκόμη καὶ τὸν τρόπο ποὺ βλέπει ὁ πιστός”.[227] Τοὐλάχιστον σ’ ἕναν Ὀρθόδοξο δὲν θὰ πρέπει νὰ μοιάζουν φανταστικὲς οἱ ὁμηρικὲς ἀναγνωρίσεις…