Μή ἔχοντας βέβαιη θέση στὸ πρόσωπο Θεοῦ ἢ ἀνθρώπου, μεταξὺ τῶν δύο ὀλισθαίνοντας, ἡ σοφία, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀνδρεία, ἡ ὀργὴ ἀκόμα, δὲν μποροῦσαν νὰ ταυτιστοῦν πλήρως μὲ κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο — ἀντίθετα: ὀδυνηρό, Θεά, νὰ σὲ γνωρίσει θνητὸς ποὺ σὲ συνάντησε / κι ἂς εἶναι πολὺ σοφός· γιατὶ στὰ πάντα ἀλλάζεις τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, ὁμολογεῖ ὁ Ὀδυσσέας.[224]

Στὸ τραγούδι τοῦ Ὅμηρου ἄκουγαν τὴν Ἀθηνᾶ, ἄκουγαν τὸν Ὀδυσσέα, κι ἔνοιωθαν προσωπικὴ τὴν ἴδια τὴν Σοφία, ψηλότερα ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ καὶ τὸν Ὀδυσσέα, νὰ τοὺς βλέπει, νὰ φανερώνεται καὶ νὰ τοὺς μιλάει.

 

ΤΙΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ Θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ὅπως μαρτυροῦνται στὰ ὁμηρικὰ ἔπη, χαρακτηρίζει ἡ οἰκειότητα καὶ ἀμεσότητα τῆς συναναστροφῆς μὲ ἕνα φίλο. Ἂς διαβάσουμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν συνάντηση ποὺ περιγράφεται στὸ ν τῆς Ὀδύσσειας.

Ἡ Ἀθηνᾶ διαφαίνεται στὸ πρόσωπο νεαροῦ βοσκοῦ, στὸν ὁποῖο ὁ Ὀδυσσέας ἀπευθύνεται σὰν νὰ μιλοῦσε σὲ Θεό (ὥς τε θεῷ), ἀλλὰ καὶ διατηρῶντας καχυποψία, ὥσπου τὸ παλληκάρι μεταμορφώνεται μὲ δύναμη στὴν τρυφερὴ σοφία τῆς Ἀθηνᾶς, χαμογελῶντας στὸν Ὀδυσσέα καὶ ἀγγίζοντάς τον μὲ τὸ χέρι Της: ὑψώνεται μαζὶ καὶ κατέρχεται, κατέρχεται καὶ τὸν ὑψώνει μαζί Της ἐξ ἅδου κατωτάτου, ἀποκαλύπτοντας τὴν θεία φύση στὴν σοφία τῆς φιλίας Της. Οἱ μεταμορφώσεις αὐτὲς σημαίνουν ἀναγνώριση ποὺ συμβαίνει πέρα ἀπὸ λόγια.