Παρὰ τὴν πληθώρα καὶ συχνὰ μεγάλη ἀξία — καί γλωσσική[213] — τῶν χριστιανικῶν συγγραφῶν, στὸν Ὅμηρο ἐμπιστεύονταν τὸ ἀλφαβητάρι τους οἱ Βυζαντινοὶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Αὐτοκρατορίας.[214] Αὐτὸ δὲν θὰ συνέβαινε, ἂν οἱ λέξεις του ἀφοροῦσαν σὲ ἀξιοπεριφρόνητο Θεό, ὁσοδήποτε σοφὲς ἂν ἦσαν οἱ ὑπόλοιπες διηγήσεις του καὶ ὁσοδήποτε σπουδαία ἡ γλῶσσα του. “Εἶναι ἀλήθεια βασιλικὸ πρᾶγμα ἡ ποίηση τοῦ Ὅμηρου … γεμάτη ἀπὸ μυριάδες καλά … καὶ ἀδύνατο νὰ πεῖ κανεὶς πόση φρόνηση περιποιεῖται σὲ ὅποιον θέλει νὰ τὴν προσέξει”, δηλώνει ὁ Εὐστάθιος, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης,[215] ἐνῷ στὸ Ὑπόμνημα στὴν Ὀδύσσεια ἐπιτίθεται μὲ σφοδρότητα σὲ ὅσους ἀπορρίπτουν τὴν μελέτη τοῦ Ὅμηρου, ἐξηγῶντας ὅτι μᾶλλον δὲν ἀντιλαμβάνονται ποιὰ σημασία καὶ λειτουργία ἔχει ὁ μῦθος. Ἐγὼ πολλάκις ἐθαύμαζον τὸν Ὅμηρον ἐπερχόμενος, ἐξομολογεῖται ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας Ἀρέθας, ἀναγνωρίζοντας στοὺς μύθους πραγμάτων μόνον ἀλληγορίαν ὀξέως πᾶσι τὸ λυσιτελοῦν προμηθουμένην.[216] Φαίνεται μάλιστα πὼς ἀρκετοὶ ἀποστήθιζαν.

“Ὁ Συνέσιος τὸν 5ο αἰῶνα μιλάει γιὰ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνηψιοῦ του νὰ ἀποστηθίζει τὸν Ὅμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους τὴν ἡμέρα), ἐνῷ ὁ Ψελλός, ἀπὸ πολὺ μικρός, ἤξερε ὁλόκληρη τὴν Ἰλιάδα ἀπ’ ἔξω … Καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὲς τοὺς διάβαζαν καὶ τοὺς μάθαιναν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε τὴν ἀνώτατη αὐτὴ θέση ποὺ διατήρησε ὣς τὸ τέλος ὁ Ὅμηρος”.[217]