Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον.
Ο κόσμος φέρνει μέσα του μια δυαδικότητα που τίποτα δεν μπορεί να την υπερβεί: ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας για τους οποίους ήδη ο Ζαν Μαιρ (Jean Mair), στα τέλη του 15ου αιώνα, έλεγε πως non facientia unum [δεν συναποτελούν ενότητα]. Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, «βουβό» σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του.
Μέχρι τότε ο άνθρωπος γνώριζε τον εαυτό του σε αναφορά με μια οικουμενική τάξη πραγμάτων που τον υπερέβαινε από όλες τις πλευρές. Η ύπαρξη μπορεί να συγκλονιζόταν από βαθύτατους φόβους, αλλά δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση μέσα στην αμετακίνητη και αδιαμφισβήτητη ιεραρχία των όντων και των πραγμάτων. Αλλά η ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης πυροδότησε μια ριζική αμφιβολία: δεν είναι μονάχα η θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, είναι η ίδια η ιδέα του σύμπαντος που έχει γίνει προβληματική. Ο σύγχρονος άνθρωπος χάνει την αίσθηση της ζωντανής ολότητας του κόσμου.