Αποζητούσαν τον μύθο, όχι την ιστορία, και ο Πλάτωνας είχε δίκιο όταν έλεγε για τους Έλληνες ότι είναι «αιώνια παιδιά δίχως καμία μνήμη του παρελθόντος»: Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες.

Αντίθετα, η νεωτερικότητα αντιμετώπισε με μια βαθιά ευλάβεια και ένα έντονο αίσθημα κρίσης και ανάστασης τα υπολείμματα της Αρχαιότητας και, αποδιώχνοντας το ίδιο το παρελθόν της στη «νύχτα του Μεσαίωνα», αυτοπροσδιορίστηκε ως «Αναγέννηση». Ένα τέτοιο συναίσθημα διαπερνά τους θαυμάσιους στίχους του Ιλντεμπέρ ντε Λαβαρντέν (Hildebert de Lavardin) πάνω στα ερείπια της Ρώμης:

Hie superum formas superi mirantur et ipsi / et cupiunt fictis vultibus esse pares. / Non potuit natura deos hoc ore creare / quo miranda deum signa creavit homo. / Vultus adest his numinibus potiusque coluntur artificiurn studio quam deitate sua.

«Εδώ οι ίδιοι οι θεοί θαυμάζουν τις θεϊκές μορφές και επιθυμούν να εξομοιωθούν με την εικονική μορφή τους. Η φύση στάθηκε ανήμπορη να τους προσφέρει την όψη που ο άνθρωπος έδωσε στα υπέροχα αγάλματά τους. Ένα πρόσωπο απομένει σε αυτούς τους θεούς, και η λατρεία που τους προσφέρεται απευθύνεται περισσότερο στη μεγαλοφυία των καλλιτεχνών παρά στην ίδια τη θεϊκότητά τους».