Έτσι γεννήθηκε ο homo historicus, αυτός για τον οποίο ο Νίτσε έλεγε πως έμαθε να «αισθάνεται την ιστορία του συνόλου των ανθρώπων σαν τη δική του ιστορία». Οι προηγούμενοι πολιτισμοί απολάμβαναν την ίδια την ύπαρξή τους δίχως να προχωράνε παραπέρα και μονάχα η νεωτερικότητα τόλμησε να σπάσει τον κύκλο με την κιμωλία και να διεκδικήσει την κληρονομιά του συνόλου των πολιτισμών, παρόντων ή παρελθόντων. Και είναι αυτή η «ανακάλυψη» ή η «αναγέννηση» της Ελλάδας που εγκαινιάζει τη μόνιμη αναζήτηση της ετερότητας που δίνει τον ρυθμό στην πνευματική ιστορία της Δύσης, από την «Αναγέννηση» μέχρι τις «αντι-αναγεννήσεις» του 20ού αιώνα. Λυτρώνουμε το παρελθόν ερμηνεύοντάς το ως μία κατάφαση-φορέα του μέλλοντος πασχίζουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον επιβάλλοντάς του ως υπόστρωμα τις διαρκώς επανερμηνευόμενες και επανεκτιμούμενες δημιουργίες ενός αμετάκλητα χαμένου παρελθόντος: αυτή η μοναδική εμπειρία κατέστη δυνατή μονάχα από τη στιγμή που μια απέραντη νοσταλγία ώθησε τη Δύση να στρέψει τα μάτια της ψυχής προς την αρχαία Ελλάδα.