Προκειμένου να παραστήσει μορφικά την ανακάλυψη του ανθρώπου και του κόσμου, ο ανθρωπισμός χρειαζόταν ένα συμβολικό υλικό που να ικανοποιεί απόλυτα την αισθητηριακή εποπτεία, που να είναι συγκεκριμένα ανθρώπινο δίχως να υπόκειται στις διακυμάνσεις του χρόνου, που να ενσαρκώνει το ανθρώπινο, στη γυμνότητά του, χωρίς να το φορτώνει με πέπλα ή ενδύματα. Και αυτός ο κόσμος ήταν ο ελληνικός κόσμος: αν η Αρχαιότητα μπορούσε να προσφέρει έναν ασύγκριτο κόσμο συμβόλων -από τον Ηρακλή του Σαλουτάτι μέχρι τον Οιδίποδα του Φρόιντ- ήταν γιατί το ανθρώπινο ιδανικό σε όλη του την καθαρότητα είχε υπάρξει σ’ αυτήν ως εμπειρία και γιατί οτιδήποτε ανάγεται στην ιστορία είχε ήδη μετασχηματισθεί μέσα από την τέχνη και τον μύθο.

Με την απόσταση, με το ύφος και τη μεγαλοπρέπεια, ο κύκλος των ανθρώπινων υποκειμένων είχε αναχθεί στην ουσία, απογυμνωμένη από οτιδήποτε έχει να κάνει με το «τοπικό χρώμα» ή με τα συμβεβηκότα της εποχής. Ετσι ο κύκλος των ελληνικών μύθων ήταν, πλάι στον βιβλικό κύκλο, ένα στοιχείο μέσα στο οποίο το παρελθόν δεν ήταν μονάχα παρελθόν αλλά σύμβολο και αιώνιο παρόν. Αποτελούσε έναν ορίζοντα που η Αναγέννηση δημιούργησε, το Μπαρόκ διεύρυνε και ο Αιώνας των Φώτων διατήρησε αναλλοίωτο: και μονάχα με τον ρομαντισμό η Δύση άρχισε να ευαισθητοποιείται απέναντι στη δική της παιδική ηλικία και στις φωνές των υπόλοιπων λαών. Μόνο από τη στιγμή που ο ελληνικός λαός έγινε και πάλι ένας λαός ανάμεσα στους άλλους αρχίσαμε πραγματικά να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του.