Και η Αρχαιότητα είχε γνωρίσει τη, συχνά μελαγχολική, λατρεία των προγόνων, τον εγκωμιασμό του «παλιού καλού καιρού». Ήδη ο Όμηρος παραπονιόταν: Οἵοι νῦν βροτοί εἰσι «…από τους ανθρώπους τέτοιοι που είναι σήμερα», και ο Πλάτωνας, που ομολογούσε ότι στράφηκε στη φιλοσοφία κάτω από την «ανάγκη» των καιρών, μιλούσε για τους «παλαιούς ανθρώπους που ήταν καλύτεροι από μας και ζούσαν πιο κοντά στους θεούς», παλαιοὶ ἐγγυτέρω θεῶν οἰκοῦντες. Ωστόσο οι Έλληνες αγνοούσαν την απόλαυση του να γεύεται κανείς το παρελθόν σαν ένα επώδυνο θέλγητρο, να το καθιστά παρόν μέσα στην αμετάκλητη απουσία του. Τους έλειπε η αίσθηση της ετερότητας, η ιστορική αίσθηση που έλκει το πνεύμα σε νοητικά απροσπέλαστους κόσμους.

Για αιώνες έζησαν πλάι σε θολωτούς τάφους που ονόμαζαν θησαυρό του Ατρέως και θησαυρό του Μινύου ποτέ δεν διανοήθηκαν να διεξάγουν έρευνες ή να κάνουν ανασκαφές όπως κάνουν οι σύγχρονοι. Ο μύθος αντικαθιστούσε την ιστορική συνείδηση όταν οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι ανακάλυπταν στην Τεγέα τα οστά του Ορέστη ή όταν οι Αθηναίοι άνοιγαν στη Σκύρο τον τάφο που περιείχε την υποτιθέμενη σωρό του Θησέα. Στο μυκηναϊκό οστεοφυλάκιο της Δήλου, δεν έβλεπαν παρά τους τάφους των Υπερβόρειων Παρθένων, ενώ απέδιδαν στους Κύκλωπες την οικοδόμηση των μυκηναϊκών τειχών. Αποφασισμένος να μη μιλήσει παρά μόνο για την «εποχή των ανθρώπων» (ἀνθρωπείη γενεή *), ο Ηρόδοτος τοποθετούσε τον Μίνωα στην «εποχή των θεών». Στην Τροία, ο Αλέξανδρος και οι σύντροφοι του έκαναν έφιπποι, με επισημότητα, τον γύρο του τάφου του Αχιλλέα για να τιμήσουν τον υποδειγματικό ήρωα, επικαλέστηκαν τα θεϊκά του άλογα, τον Ξάνθο και τον Βάλιο, αλλά μόλο που ο Αλέξανδρος θεωρήθηκε αρχαιολόγος «φίλος των αρχαιοτήτων», κανένας δεν σκέφτηκε, όπως ο Σλήμαν -ένας άλλος παθιασμένος με τον Όμηρο- να κάνει ανασκαφές στον λόφο του Ιλίου.