Παρασυρμένο στη δίνη αυτών των διαδοχικών «αναγεννήσεων», ολόκληρο το παρελθόν ενσωματώθηκε σταδιακά στη ζωντανή εμπειρία του παρόντος και μετατράπηκε σε ένα θαυμάσιο ερευνητικό εργαλείο: σε κάθε καινούργιο αυτοπροσδιορισμό της νεωτερικότητας αντιστοιχεί μια αμφισβήτηση της άμεσης παράδοσης και ταυτόχρονα μια αυτοκριτική του παρόντος και μια επανεκτίμηση του παρελθόντος, μια ιδιοποίηση των όποιων τμημάτων της παγκόσμιας ιστορίας, παρελθούσας ή παρούσας, από τους «άγριους» του Μονταίνιου και του Ρουσσώ μέχρι τους προσωκρατικούς του Νίτσε, από την Κίνα του Λάιμττνιτς και του Μαλλαρμέ και την Ινδία του Σλέγκελ, μέχρι τους «γοτθικούς» του ρομαντισμού και τους Νέγρους του Πικάσο. Είναι αυτή ακριβώς η προοπτική αναζήτηση της ετερότητας -προφητισμός που στρέφεται στο παρελθόν, νοσταλγία των προγόνων που προβάλλεται στο μέλλον- που έκανε δυνατό το παγκόσμιο μουσείο και πραγματικά οικουμενική την ιστορία.

Και αυτή η τεράστια ανατροπή των προοπτικών εγκαινιάζεται με τη δίψα για την Ελλάδα. Ακόμα και όταν το αρχαίο πρότυπο θεωρήθηκε απόλυτο μέτρο και υποτιμήθηκε οτιδήποτε δεν συμμορφωνόταν με αυτό -όπως στην κλασικιστική ιδεολογία- αυτή η απόπειρα δεν κατόρθωσε ποτέ να ανασυστήσει το κλειστό σύμπαν των παραδοσιακών πολιτισμών. Άλλωστε, η διαρκής επανερμηνεία της ίδιας της Ελλάδας καθιστούσε αδύνατη αυτή την παγίωση και αυτή την πετρωμένη ακινησία της «αλήθειας» ή της ομορφιάς σύμφωνα με «κανόνες» αυθαίρετα αποκομμένους από το γίγνεσθαι και που ο κλασικισμός αναγόρευσε σε κανόνες της δημιουργίας.