Έτσι γεννήθηκε η ιστορική συνείδηση, δηλαδή η αίσθηση της απόστασης και η κριτική απομάκρυνση από το παρόν. Παλαιότερα, η ιστορική συνείδηση απουσίαζε σε τέτοιο βαθμό που τα γεγονότα και οι άνθρωποι του παρελθόντος μεταμορφώνονταν μέσα στο άχρονο παρόν του μύθου -όπως ο Αγαμέμνων του Αισχύλου ή ο Βιργίλιος του μεσαιωνικού μυθιστορήματος- ή απλά ενεδύοντο μορφές της σύγχρονης ζωής. Ο Καίσαρας ή ο Αλέξανδρος μεταβάλλονταν σε ιππότες, ο Πυθαγόρας σε τεχνίτη, όπως έγινε στα γλυπτά της Σαρτρ. Τώρα, θέλουμε ν’ αναγνωρίσουμε το παρελθόν σαν τέτοιο και να αποκαταστήσουμε την αναλλοίωτη ετερότητά του. Στον Μαντένια ή στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ, τα πρόσωπα, τα όπλα, τα ρούχα, τα έθιμα, τα «αρχαία» οικοδομήματα δεν αποτελούν κάποιο λόγιο θεατρικό σκηνικό, αλλά τις ενδείξεις μιας ανθρωπότητας άλλης, ευρύτερης, περισσότερο ελεύθερης, ενός τρόπου ύπαρξης πιο ισχυρού και μεγαλειώδους.

Τόσο ο τρόμος του Μεσαίωνα απέναντι στον παγανισμό όσο και η φλογερή επιθυμία του ανθρωπισμού γι’ αυτόν οφείλονταν στην αίσθηση της παρουσίας θεοτήτων θεμελιακά διαφορετικών και για τις οποίες δεν μπορούσε κανείς παρά να τρέφει συναισθήματα αποστροφής ή έλξης. Η στενή σχέση με τους «αρχαίους» διέρρηξε τη μαγική γοητεία του ταμπού και έθεσε τα θεμέλια για τη σταδιακή ανακάλυψη του ανθρώπινου χώρου και χρόνου. «Ανασταίνοντας τους νεκρούς», ο ανθρωπισμός επεξεργάστηκε τις προκείμενες μιας συγκριτικής επιστήμης των πολιτισμών, των θρησκειών και των τεχνών, των ηθικών και των φιλοσοφιών, και αυτή η παγκόσμια καταγραφή φέρνει ήδη μέσα της τα σπέρματα της μελλοντικής ενότητας του ανθρώπινου γένους.