Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο, «Ἂς σκεφτοῦμε τὴν γαμήλια Ἀκολουθία, Στοιχεῖα, σ. 103 κ.ἑ.

Ἤδη ὁ Παῦλος ἑρμηνεύει τὸν γάμο ὡς κοσμικὸ ἔθος ποὺ μᾶλλον χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, (Α΄ Κορ. 7.32 κ.ἑ.), Μυστήριο ὄχι καθεαυτὸν ἀλλά, ἀντιθέτως, στὸν βαθμὸ ποὺ ὑπερβαίνεται στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία (Ἐφ. 5.32).

Ἴσως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν βυζαντινὴ περίοδο ἡ Ἐκκλησία ἐλάχιστα ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πολιτικὸ γάμο, τὴν σύμφωνη μὲ τὴν ρωμαϊκὴ νομοθεσία σύσταση τοῦ ζευγαρώματος, δὲν συνέστησε ἐπίσημη Ἀκολουθία, ἀναγνωρίζοντας καὶ τοὺς ἔγγαμους κατὰ κύριο λόγο ἀδελφούς, στὴν πράξη ἀντιμετωπίζοντας τὴν γαμήλια σχέση ὡς δευτερεύουσα καὶ μᾶλλον ὑπαγόμενη καθεαυτὴν στὴν σφαῖρα τῆς ‘κοσμικότητας,’ θεωρῶντας ἑπομένως συνειδητὰ ἢ μὴ ὡς ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἔντονη ἀνάμιξή της στὰ σχετικὰ ἔθιμα.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸν 10ο αἰῶνα, ὅταν μὲ τόση καθυστέρηση ἱδρύεται ὁ ἐκκλησιαστι­κὸς γάμος, ἀκόμα καὶ τότε αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐπειδὴ τὸ θέλησε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται μὲ πρωτοβουλία τοῦ κράτους ἀπὸ τὸν Λέοντα ΣΤ΄, καὶ μὲ ἀπόλυτο τρόπο τόσο ἀργὰ ὅσο τὸν 12ο αἰῶνα ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο Α΄.