Ὁ εὐνουχισμὸς χρησιμοποιεῖται ὡς μεταφορὰ γιὰ τὴν ἀποφασισμένη σταθερὴ ἐπιδίωξη παρθενίας, ὑπὸ προϋποθέσεις ὑψηλότερης ἀπὸ τὸν γάμο ἀλλὰ πιὸ δύσκολης ἐπιλογῆς (ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω).

Ὁμοίως ὁ Παῦλος εὔχεται γιὰ ὅλους νὰ ἦταν παρθένοι ὅπως ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ ἐμποδίζει ἀπὸ τὸν γάμο, προσπαθῶντας μὲ τὸν γάμο νὰ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἀσύδοτη σεξουαλικότητα καὶ μειωμένη σοβαρότητα.

Οὔτε ὁ Παῦλος, οὔτε προηγουμένως ὁ Χριστός, δὲν δικαιολογοῦν τὸν γάμο μέσα ἀπὸ τὴν τεκνοποιΐα, ἐνῷ δὲν διστάζουν νὰ ἀναδεικνύουν τὴν κατώτερη φύση του συγκρίνοντας μὲ τὴν πλήρη στροφὴ καὶ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς στὴν ὑπερβατικὴ ἀρχή της, ἀπ’ ὅπου ἀποκτᾶ κανεὶς δύναμη νὰ ἀγαπήσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀπόλυτη συνειδητότητα καὶ σοβαρότητα.

Ἔχει γίνει προσπάθεια νὰ ὑποστηριχθεῖ πὼς ἡ θεώρηση τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν Παῦλο, στὸν βαθμὸ ποὺ περιέχει ἄρνηση, ὀφείλεται στὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς περιόδου, μὲ τὶς Ἐκκλησίες νὰ περιμένουν τὴν Δευτέρα Παρουσία στὸ ἄμεσο μέλλον, κτὅ.

Τὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Παῦλος ‘ὑποτιμάει’ τὸν γάμο δὲν προϋποθέτουν ἀπαραιτήτως ἰδιαίτερη αὐστηρότητα, ἔχουν διαχρονικὴ ἀξία, θὰ ἴσχυαν ἀκόμη ἂν δὲν συνέβαινε ποτέ Δευτέρα Παρουσία, ἀναφερόμενα στὴν προσωπικὴ ἐδῶ καὶ τώρα σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀρχή του ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς καθολικῆς συντέλειας τοῦ χρόνου.