Ὁ Μέγιεντορφ ἀπορεῖ, “πῶς μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε καὶ — ἀκόμη περισσότερο — νὰ ἐξηγήσουμε ἱκανοποιητικὰ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποίησε κάποια εἰδικὴ ἱεροτελεστία ἢ τελετουργία — μὲ συγκεκριμένο τυπικὸ — γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὸν γάμο;” Ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ὁ ἴδιος, πὼς ὅταν προσέρχονται χριστιανοὶ σὲ γάμο “δὲν ἐνδιαφέρει ὁ τυπικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πραγματώνεται”, δὲν ἱκανοποιεῖ παρὰ μόνο ὡς τεκμήριο ἀμηχανίας τοῦ συγγραφέως.

Ἂν ἡ γαμήλια εἶναι ἀδιάφορη τυπικότητα, γιατί ὄχι καὶ οἱ ἄλλες ἱεροτελεστίες; Καλύτερα θὰ ζητοῦσε κανεὶς ἐξηγήσεις σκεπτόμενος τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει ὁ γάμος στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀνέχεται αὐστηρὰ ἕναν γάμο. Στὴν Ὀρθοδοξία αὐτὸ ἀπορρίπτεται ‘κατ’ οἰκονομίαν,’ ὄχι ἐπειδὴ θεωρεῖται στὴν οὐσία του ἐσφαλμένο.

Ὅμως, ἂν ὁ γάμος συνιστᾶ ἐπισφράγιση ἐρωτικῆς ἱερῆς ἑνότητας, ἐφόσον ἡ ἑνότητα ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη καὶ τὸ ζευγάρι βιώνει ἀντίθετες καταστάσεις, γιατί θὰ ἀπαγορευόταν τὸ διαζύγιο καὶ ἔστω μία ἀκόμη εὐκαιρία προσεκτικῆς ἐπιλογῆς, “μιὰ νέα εὐκαιρία νὰ ἀναζητήσει [ὁ ταλαιπωρούμενος ἀπὸ κακὸ γάμο] τὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης” (Πατρῶνος, Θεολογία καὶ ἐμπειρία τοῦ Γάμου, Ἀθήνα 1992, σ. 302), μάλιστα ὅταν ἔχει γίνει συνειδητὸ πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ δημιουργεῖ πλῆθος μοναδικῶν ἐρωτικῶν σχέσεων, ἀκόμη καὶ ταυτόχρονα, καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔνταση καὶ γνησιότητα;