Ἡ ἐπίκληση τῆς Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, “αὐτὸ ποὺ ἕνωσε ὁ Θεός, νὰ μὴ τὸ χωρίζει ὁ ἄνθρωπος” (Ματθ. 19.6), ἐλάχιστα θὰ δικαιολογοῦσε ἄρνηση τοῦ διαζύγιου.

Στὴν σύναψη γαμήλιας σχέσης συμμετέχει καθοριστικὰ ἡ ἀνθρώπινη ἀπόφαση, ἑπομένως καθοριστικὰ ἐπιβάλλεται νὰ συμμετέχει καὶ στὴν διάλυσή της. Ἀκόμη κυριώτερα: νομίζω πὼς οὔτε ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ὡς τέτοιος δημιουργεῖ τὸ ζευγάρι. Ἂν τὸ ζευγάρι κατέληξε χωρὶς Ἀγάπη, ποιός Θεὸς τὸ ἑνώνει; Μήπως Ἐκεῖνος ποὺ κάποτε τοὺς ἕνωσε, ἂν ἔστω τοὺς εἶχε ἑνώσει, τώρα τοὺς χωρίζει;

Ἀλίμονο ἂν νομίζεται θεία ἕνωση ἡ συμφωνημένη συμπαρεύρεση μιὰ φορὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία, ὅπου μπορεῖ νὰ προσέλθουν ἀκόμη καὶ συνάπτοντες γάμους συμφερόντων, νομιμοποιήσεως τέκνων, κλπ.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸ ἴδιο σοβαρὰ καὶ μοναδικὰ τοὺς πάντες ἀνεξαιρέτως, πρὸς τὸ ὁποῖο ἐξωθεῖ ἡ διπλὴ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ὑπονομεύει τὴν ἀξία τοῦ γάμου μὲ τὸν πιὸ καίριο τρόπο, ἀφαιρῶντας τὴν ἴδια τὴν ρίζα του, φανερώνοντας τὴν γαμήλια ἐπιλογὴ νὰ τείνει στὴν ἀπερισκεψία, ἀνωριμότητα, μεροληψία καὶ συμπτωματικότητα.