Πρβλ. ὁμοίως τὸν Χρυσόστομο, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 123: “μετὰ τὴν παράβαση ἐπῆλθαν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν συνουσία, γιατὶ ὣς τότε ζοῦσαν στὸν παράδεισο ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι, χωρὶς νὰ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας, χωρὶς νὰ πολιορκοῦνται ἀπὸ ἄλλα πάθη, χωρὶς νὰ ὑπόκεινται σὲ ἀνάγκες τῆς φύσης, ἀλλὰ ἔχοντας δημιουργηθεῖ τελείως ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι, κι ἔτσι δὲν χρειάζονταν κἂν περιβολὴ ἐνδυμάτων… ἦταν ντυμένοι μὲ τὴν οὐράνια δόξα καὶ δὲν ἔνοιωθαν αἰσχύνη.”
Ἀκόμα καὶ ὑπὸ τὴν ὑψηλότερη δυνατὴ ἐκδοχή, ὅταν ἡ διάκριση τῶν φύλων καὶ οἱ ἱστορικὲς συνέπειές της προσεγγίζονται ὡς παιδαγωγικὲς δυνατότητες ἐπιστροφῆς στὴν προπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἑνιαίου ἀνθρώπου, καὶ πάλι τὸ κύριο καὶ σημαντικὸ δὲν βρίσκεται στὴν διάκριση τῶν φύλων, ἀλλὰ στὸν σκοπό της, ὁ ὁποῖος περιέχει τὴν κατάργησή της.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει ὁ Παῦλος, καὶ ἤδη ἡ προηγούμενη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν καταδικάζει τὸν γάμο, ἀλλὰ ἐξηγεῖ τὴν σχετικότητα καὶ ὁριακότητα τῆς ἀξίας του, ὅτι “κύριος καὶ τελικὸς σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωση τῶν συζύγων … δὲν εἶναι ἡ ‘οἰκογένεια,’ ἀλλὰ ἡ Ἀγάπη … (Ὁ γάμος) μεταβιβάζει τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτά τους στὸν θεῖο καὶ οὐράνιο ἔρωτα” (Πατρῶνος, ὅ.π., σελ. 287–292).
*
Σύμφωνα μὲ ‘ἄποψη’ δυτικῶν διανοούμενων καὶ ὁρισμένων ἐξ ἡμῶν πιθηκιζόντων, προηγουμένως ἡ ἀνθρωπότης, στὸν ‘δυτικὸ’ τοὐλάχιστον πολιτισμό, ἀπολάμβανε τὴν ὕπαρξη γλυκὰ παραδομένη στὴν ἀθωότητα τοῦ σέξ, ἐνῷ μὲ τὸν χριστιανισμὸ τὸ σῶμα καὶ οἱ ἐπαφὲς τῆς λαγνείας κατηγορήθηκαν, ἔγιναν ἀντικείμενα περιφρόνησης καὶ ἀφορμὲς ἐνοχῆς.