Πλοῦτο δὲν συνιστοῦν μόνο τὰ εἰσοδήματα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία γι’ αὐτά, καὶ κάθε χάρισμα, ἡ ἴδια ἡ σωματικὴ ὑγεία καὶ διανοητικὴ ρώμη, ὁτιδήποτε ἔχει κανεὶς ἢ ἐπιθυμεῖ, ἂν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, εἶναι ὁ πλοῦτος ποὺ μπορεῖ νὰ καταντάει ἐμπόδιο, στὸν βαθμὸ τῆς ἐξάρτησης ποὺ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο. Καταλαβαίνοντας τὴν περιουσία μὲ τὸν τρόπο αὐτό, γίνεται ἀμέσως φανερὴ ἡ εὐεργετικὴ παιδαγωγικὴ πλευρὰ τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου καὶ τῶν βιοτικῶν ταλαιπωριῶν ἐν γένει.

Τὸ κεφάλαιο ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ παράδειγμα τῶν φτωχῶν — ὅσων δὲν στεροῦνται ἁπλά, ἀλλὰ ἀφήνουν μὲ τὴν θέλησή τους τὰ πάντα ὅπως οἱ Μαθητές, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἢ δέχονται μὲ εὐχαριστία τὴν ἀπώλεια τῆς περιουσίας τους καὶ κάθε συμφορά — γιὰ τοὺς ὁποίους δηλώνεται ὅτι θὰ ἔχουν ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Πρὸς τὸ παρὸν ἴσως περιφρονοῦνται, θὰ προηγοῦνται ὅμως στὸν ἐρχόμενο αἰῶνα ἀπολαμβάνοντας μεγαλύτερη ἑνότητα μὲ τὴν θεία ὕπαρξη, ἐφόσον τὴν ὕπαρξη αὐτή ἐπιθύμησαν, καὶ ἀντιστοίχως πολλοὶ ποὺ νομίζονται τώρα σπουδαῖοι, θὰ εἶναι οἱ τελευταῖοι, δηλαδὴ ἀπὸ μόνοι τους ἀποκλεισμένοι σὲ μεγαλύτερη ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ὑψηλότερη πραγματικότητα.