Ἡ ἀναφορὰ στὸν γάμο ἀποτελεῖ μοναδικὴ περίπτωση στὸ κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου, ὅπου τὸ ζήτημα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν θίγεται ἔμμεσα, στὴν διαπίστωση πὼς οἱ πολλοὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν σχέση τους μὲ τὴν ἀρχή τους, ἑπομένως δὲν ἔχουν πράγματι λόγο νὰ ἀποφύγουν τὸν γάμο.

Τὸ ζευγάρι ὡς τέτοιο ἀνήκει σὲ ἀτελέστερη ζωή, ἀπ’ ὅπου φαίνεται πὼς ἡ ἴδια ἡ διάκριση τῶν φύλων ἀποτελεῖ ὄχι τὴν ἰδανικὴ ἀλλὰ κατώτερη ἀρχή, ὡς συγκατάβαση στὴν ἔκ­πτωση τοῦ ἀνθρώπου, συμπέρασμα στὸ ὁποῖο δὲν θὰ διστάσουν νὰ ὁδηγηθοῦν μεγάλοι Πατέρες ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καταλογίζοντας στὶς γαμήλιες σχέσεις “κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον” (Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 189).

Γιὰ τὸν Νύσσης ἔχει ἴσως σημασία νὰ θυμηθοῦμε πὼς ἦταν ἔγγαμος, δηλαδὴ εἶχε ὅσους ἐπιπλέον λόγους μποροῦσε νὰ ἔχει γιὰ νὰ ἐξυψώνει μᾶλλον ἀντὶ νὰ μειώνει τὴν διάκριση τῶν φύλων. Οἱ ‘ἔξυπνοι’ θὰ κατηγοροῦσαν ὑποκρισία, ὅτι ἂν καὶ ὑποτιμάει τὸν γάμο ὁ ἴδιος παντρεύτηκε. Ἴσως οἱ ‘ἔξυπνοι’ μὲ κάθε ἐπιλογή τους φορᾶνε κι ἕνα ζευγάρι παρωπίδες, ἀλλὰ οἱ κανονικοὶ ἄνθρωποι γνωρίζουν πὼς δὲν εἶναι τέλειοι, κι ἔτσι δὲν ἐμποδίζονται νὰ καταλαβαίνουν ἐπιλογὲς ἀνώτερες ἀπὸ τὶς προσωπικές τους.