Στὴν προκατάληψη δὲν συμμετέχουν μόνο οἱ χειρότεροι, ἀλλὰ καὶ πιὸ εὐφυεῖς ἀγράμματοι, ὅπως ὁ Μάνος Χατζιδάκις, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ σκεφτόταν νὰ δώσει στὸ ἔργο του “Τραγούδια τῆς ἁμαρτίας” (1996) τὸν τίτλο “Ἡ ἁμαρτία εἶναι βυζαντινὴ κι ὁ ἔρωτας ἀρχαῖος.” Πέρα ἀπὸ τὴν ἀσχετοσύνη, ἀπογοητευτικὴ σὲ τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ἡ ὑπονόμευση τοῦ ἔργου. Τὰ τραγούδια του θὰ εἶχαν ὠφεληθεῖ σημαντικά, ἂν ὁ Χατζιδάκις δὲν ἔτεινε νὰ συνδέει τὴν ἐπαναστατικότητα μὲ τὴν φιλομοφυλία καὶ τὸν ἔρωτα μὲ τὸ σέξ, συχνὰ καὶ τελείως ἀχρηστεύοντας ἐμπνευσμένη μουσικὴ μὲ στίχους καὶ τραγούδισμα ἀποκρουστικῆς περιπάθειας. Φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ἐπίσης τὸ ἔνοιωθε, γι’ αὐτὸ ἄφησε τόσες ὀρχηστρικὲς διασκευές.

Ὁ χριστιανισμὸς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς συγκεκριμένους ἐπικριτὲς δύναμη ἱστορικῆς σημασίας, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ προσωπική τους πίστη καὶ μᾶλλον ἀπορριπτόμενος στὸ ἐπίπεδο αὐτό, ἐνῷ στὴν σεξουαλικότητα καταλαβαίνουν καὶ θέλουν νὰ προβάλουν ἄνευ ὅρων ἀγαθό.

Τὸ πρῶτο διευκολύνει ἐμπαθῆ μεροληπτικὴ ἀντίθεση, χωρὶς νὰ καταγράφεται ἡ εὐρύτερη εἰκόνα, πὼς ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πολιτισμικὲς δυνάμεις μὲ παρόμοια ἠθική. Τὸ δεύτερο ἀποστρέφει σὲ διάφορους βαθμοὺς καὶ μέχρι πλήρους ἀπαγορεύσεως ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση ἔστω μόνο τοῦ ἐνδεχόμενου νὰ εἶναι ὀρθὴ κάποιου βαθμοῦ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῆς σεξουαλικῆς ὁρμῆς. Προσπαθῶντας νὰ ἐξυψώνουν τὸν ἐρωτισμό, καὶ διακρίνοντας στὴν παράδοση τῆς χριστιανοσύνης ἀσκητικὴ νοοτροπία τὴν πιὸ ἰσχυρὴ στὸν δυτικὸ κόσμο, ἐπιτέθηκαν σὲ ὅ,τι φάνηκε μεγάλος ἀντίπαλος, ἀδιαφο­ρῶντας γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια.