Ἄλλωστε ἡ προηγούμενη καὶ θεμελιώδης γιὰ τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παύλου ‘ὑποτίμηση’ τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἀσφαλῶς δὲν ὀφείλεται στὴν ἀναμονὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις πρόκειται γιὰ ἁπλὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὸν αὐθεντικὸ καὶ τὸν ἔκπτωτο βίο. Ὅπως μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία εἶναι δυνατὴ μιὰ αἰωνιότητα κόλασης, ἔτσι ἤδη τώρα εἶναι δυνατὴ παροδικότητα διαποτιζόμενη ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἀνάστασης.

Στὸ δέκατο ἔνατο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου, στὴν εὐλογία τῶν παιδιῶν ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὴν μεταφορὰ τοῦ εὐνουχισμοῦ, διαβάζουμε ὅτι ἔφεραν τὰ παιδιά τους νὰ τὰ εὐλογήσει, ἀλλὰ οἱ Μαθητὲς τοὺς ἐπέπληξαν, ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐξηγεῖ πὼς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σὲ ὅσους εἶναι σὰν τὰ παιδιά, δηλαδὴ ἔχουν τὸν βίο τους ἀδέσμευτο καὶ διαθέσιμο. Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται ἡ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο νέο, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐσεβὴς μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἰουδαϊκῆς παράδοσης, ἔχοντας ἔμπρακτη πεποίθηση στὶς δέκα ἐντολές, ἀλλὰ φοβόταν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιουσία του: στὴν Βασιλεία εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰσέρχονται πλούσιοι, καθηλωμένοι ὅπως παραμένουν στὸ ἀσήμαντο.