Τὰ ἀπορριπτόμενα εἶναι περισσότερα, σημαίνοντας τὰ πάντα — ‘οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγρούς’ — ἀπ’ ὅπου γίνεται φανερὸ χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται γιὰ ἐγκατάλειψη ὑπαρκτῶν καὶ ὄχι μόνο δυνατῶν καὶ ἐλπιζόμενων σχέσεων.

Ἡ ἀναφορὰ στὸν γάμο κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν σεξουαλικότητα, ἤδη μὲ τὴν ὑπενθύμιση τῆς διάκρισης τῶν φύλων τὴν ὥρα τῆς δημιουργίας, ἔπειτα μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς πορνείας ἢ στροφῆς τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνδιαφέροντος σὲ ἄλ­λον ἐκτὸς τοῦ συζύγου ὡς αἰτίας διαζυγίου.

Ἡ σεξουαλικότητα ὡς ‘ψυχὴ’ τοῦ γάμου βεβαιώνεται ἐπίσης στὴν μεταφορὰ τοῦ εὐνουχισμοῦ, ἤδη ἐνυπάρχοντας στὴν ἴδια τὴν γλῶσσα μὲ τὸ διπλὸ καὶ ἰσοδύναμο περιεχόμενο τοῦ γαμήλιου ρήματος, ὄχι μόνο στὴν σημερινὴ καθομιλουμένη, ἀλ­λὰ καὶ στὴν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρβλ. γιὰ παράδειγμα Ματ. 22.30: “ἐν γὰρ τῇ ἀ­να­στά­σει οὔ­τε γα­μοῦ­σιν οὔ­τε ἐκ­γα­μί­ζον­ται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγ­γε­λοι Θε­οῦ ἐν οὐ­ρα­νῷ εἰ­σι,” καὶ Α΄ Κορ. 7.37–8: “ὃς δὲ ἕ­στη­κεν ἑ­δραῖ­ος ἐν τῇ καρ­δίᾳ … τοῦ τη­ρεῖν τὴν ἑ­αυ­τοῦ παρ­θέ­νον, κα­λῶς ποι­εῖ. ὥ­στε καὶ ὁ ἐκ­γα­μί­ζων κα­λῶς ποι­εῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκ­γα­μί­ζων κρεῖσ­σον ποι­εῖ.”