10. »Ἀλλά ποιὸς νἆναι; Μὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τῆς μοιάζει ὀλίγο. Ἄα! εἶσ᾿ ἐσὺ μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα τοῦ σπιταλιοῦ, τσίπλα τῆς γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.

11. »Νά, τέλος πάντων, ὅ,τι σου προφήτεψα, καὶ οἱ φίλοι σου οἱ ἀγαπημένοι. Δὲ σόμεινε μήτε δισκάρι νὰ διακονεύεις μὲ δαῦτο.

12. »Εἶσαι στὰ χέρια μου. Τί θέλεις; Νὰ σοῦ κάμω ψυχικό; Τώρα στὸ κάνω. Νὰ ἰδῶ ἄ σοῦ μείνει φωνὴ νὰ πεῖς πὼς εἶμαι μουρλή».

13. Ἔτσι λέοντας ἔκαμε ἕνα γύρο καὶ ἐβάλθηκε μὲ μεγάλη λύσσα νὰ χορεύει, καὶ τὸ πουκάμισο τὸ κοντὸ εὑρισκότουνα στὸ πρόσωπό της. Καὶ τὰ μαλλιά, μαῦρα καὶ λιγδωμένα, ἔλεγες πῶς εἶναι φιδόπουλα ὁποὺ γένονται ἀνάμεσά τους κομμάτια ἀπάνου στὸν κορνιαχτό.