5. ἀνοιγοκλειώντας τὴ φούχτα κάτι νἅβρει γιὰ διαφέντεψη, καὶ ηὕρηκε τὸ ζωνάρι, καὶ μὲ κεῖνο ἄρχισε νὰ χτυπάει.
6. Καὶ ὅσο ἐχτυποῦσε, τόσο οἱ μύγες ἐβουίζανε, καὶ τόσο αὐτὴ ἐκατατρόμαζε, ὅσο ποὺ τέλος πάντων ἔχασε τὸ νοῦ της ὁλότελα.
7. Γιατὶ τρέχοντας μὲ τὸ πουκάμισο, ποὺ ἡ φιλαργυρία τὄχε κάμει κοντό, ἔτρεξε τὸ μάτι της στὸν καθρέφτη,
8. καὶ ἐσταμάτηξε καὶ δὲν ἐγνώρισε τὸν ἑαυτό της, καὶ ἅπλωσε τὸ δάχτυλο καὶ ἀναγέλασε:
9. «Ὦ κορμί, ὦ κορμί! Τί πουκάμισο! Ἔ, καταλαβαίνω ἐγώ. Κἂν ποιὸς πονηρὸς μπορεῖ νὰ μοῦ κρύψει τὴν πονηριά του; Ἐκεῖνο τὸ πουκάμισο μὲ κάνει νὰ καταλάβω πὼς καμώνεται τρέλα γιὰ νἆν ἕτοιμος νὰ κριματίσει.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051