5. Τούτη τὴ στιγμὴ βλέπει στὸν ὕπνο της τὸ πρᾶγμα ποὺ πάντοτες ἀπεθύμουνε, ἤγουν τὴν ἀδελφή της ποὺ διακονεύει, καὶ γιὰ τοῦτο τὴν εἶδες τώρα ποὺ ἐχαμογέλασε.

6. Καὶ ἡ δεύτερη φωνὴ ποὺ ἐγνώριζα ἐξανάειπε τὰ ἴδια λόγια τραυλίζοντας καὶ κάνοντας ἕνα σωρὸ ὅρκους καθὼς ἀπὸ ζώντας ἐσυνηθοῦσε:

7. Ἀλήθεια, μὰ-μὰ-μαα-μὰ τὴν Παναγιά, ἄκουσ᾿ ἐδῶ, ἀααλήθεια, μμμὰ τὸν Ἅι-Νικόλα ἄκουσ᾿ ἐδῶ, ἀλλλήθεια, ἄκουσ᾿ ἐδῶ, μὰ τὸν Ἅι-Σπυ-σπυρί-δωνα ἀλήθεια, μὰ τ᾿ ἀγναχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἰδοὺ πάλι τὸ μουρμουρητὸ ποὺ ἐφαινότουνα ἡ φυσηματιὰ μὲς στὸν καλαμιῶνα.»