ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ. Η ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
1. Καὶ ἐκοίταξα τριγύρου καὶ δὲν ἔβλεπα τίποτες καὶ εἶπα:
2. Ὁ Κύριος δὲ θέλει νὰ ἰδῶ ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας τὸ πρόσωπο ὁποὺ ἦταν οἱ πλάτες μου ἐκίνησα γιὰ νὰ πάω στὸν Ἅι-Λύπιο.
3. Ἀλλὰ ἄκουσα νὰ τρέμει ἡ γῆς ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μου, καὶ πλῆθος ἀστραπὲς ἐγιόμοζαν τὸν ἀέρα πάντα αὐξαίνοντας τῇ γοργότητᾳ καὶ τῇ λάμψῃ. Καὶ ἐσκιάχθηκα, γιατὶ ἡ ὥρα ἤτανε κοντὰ στ᾿ ἄγρια μεσανύχτια.
4. Τόσο, ποὺ ἔσπρωξα ὀμπρὸς τὰ χέρια μου, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ δὲν ἔχει τὸ φῶς του.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051