7. Κ᾿ ἐγὼ ἄκουγα μέσα μου μεγάλη ταραχὴ καὶ μὲ συνεπῆρε τὸ πνεῦμα στὸ Μισολόγγι. Καὶ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό· πολιορκούμενους καὶ πολιορκισμένους καὶ ὅλα τὰ ἔργα τους καὶ ὅλα τὰ πάντα τὰ ἐκατασκέπαζε μαυρίλα καὶ πίσσα.

8. Καὶ ὕψωσα τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια κατὰ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, καὶ εἶδα φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἀκατάπαυστη σπιθοβολὴ μία γυναίκα μὲ μιὰ λύρα στὸ χέρι ποὺ ἐσταμάτησε ἀνάερα μὲς στὴν καπνούρα.