3. Καὶ μία ἀπ᾿ αὐτὲς ἀπλώνοντας τὸ χέρι καὶ ψηλαφίζοντας τὸ γιαλό: Ἀδερφάδες, ἐφώναξε,
4. ἀκοῦτε, ἂν ἔκαμε ποτὲ τέτοιο σεισμὸ σὰν καὶ τώρα, τὸ Μισολόγγι ἴσως νικάει, ἴσως πέφτει.
5. Καὶ ἐκίνησα γιὰ νὰ φύγω καὶ εἶδα ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία (ἰδὲς πῶς τὴ λένε) μιὰ γριούλα, ὁποὺ εἶχε στήσει ἀνάμεσα στὰ χόρτα μικρὰ κεράκια καὶ ἔκαιε λιβάνι· καὶ τὰ κεράκια στὴν πρασινάδα ἐλάμπανε καὶ τὸ λιβάνι ἀνέβαινε.
6. Καὶ ἀσήκωνε τὰ ξερόχερα παίρνοντας ἀπὸ τὸ λιβάνι καὶ κλαίοντας, καὶ ἀναδεύοντας τὸ ξεδοντιασμένο στόμα ἐπαρακάλειε.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051