6. Καὶ ἐφοβήθηκαν ὀλίγο, ὅμως δὲν ἐφεύγανε.

7. Καὶ ἐστάθηκα σιωπηλὸς γιὰ νἄβρω τί νὰ τοὺς πῶ γιὰ νὰ φύγουνε.

8. Καὶ τοὺς εἶπα: «Παιδιά, ἀκοῦστε τὰ λόγια τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἱερομόναχου. Ἐγὼ γιὰ μὲ πάω νὰ κάμω δέηση καὶ σᾶς ἀφήνω ἐδῶ.

9. Βάλτε τὸ χέρι στὴ συνείδησή σας, ἐσὺ Μ., ἐσὺ Γ., ἐσὺ Κ., ἐσὺ Π., ἐσὺ Τ. (γιατὶ σᾶς τοὺς ἄλλους δὲ σᾶς γνωρίζω), καὶ ἰδέστε τί μπορεῖ νἄβγει ἐὰν μείνετε. Ἡ διοίκηση σᾶς γνωρίζει καὶ βρίσκοντάς σας ἐδῶ θέλει πεῖ πὼς τὴν ἐφουρκίσετε ἐσεῖς».

10. Ἐτότε τοὺς εἶδα νὰ πισωπλατίσουν ὅλους, σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποιὸς νὰ πρωτοφύγει, καὶ ἐροβολοῦσαν τὲς σκάλες μὲ μιὰ ταραχὴ ὁποὺ μοῦ φάνηκε πὼς οἱ περσότεροι ἐγκρεμιζόντανε.