21. Καὶ αἰσθάνθηκα τὸ αἷμα μου νὰ τραβηχτεῖ ἀπὸ τὰ μάγουλά μου.

22. Καὶ ἔπεσε τὸ κεφάλι ἀπάνου στὰ στήθια μου, καὶ εἶπα μέσα μου:

23. Ὁ θεὸς ξέρει ποὺ ἔφυγε ἡ δύστυχη, ἐνῶ ἐπαρακάλεα γιὰ αὐτὴν μὲ τὴ θέρμη τῆς ψυχῆς μου.

24. Καὶ ἐπέρασα πέρα μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ στοχασμένο νὰ πάω νὰ τὴν εὕρω.

25. Καὶ ἄκουσα στὸ μέτωπο κάποιον τι κ᾿ ἔπεσα ξαφνισμένος τ᾿ ἀνάσκελα.

26. Κι ἐσηκώθηκα καὶ ἐπῆα ὀπίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη καὶ εἶδα τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος ποὺ ἐκρεμότουνα καὶ ἐκυμάτιζε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΥΣΤΕΡΟΝ (10)

1. Καὶ ἀσηκώθηκα ὅλος τετρομασμένος φωνάζοντας: Μνήσθητί μου, Κύριε, μνήσθητί μου, Κύριε, καὶ ἄκουσα ποδοβολὴ ἀνθρώπων ποὺ ἀνέβαιναν τὲς σκάλες.

2. Καὶ ἦταν καμιὰ δεκαπενταριὰ ἀνθρώποι καὶ οἱ περσότεροι ἐφοροῦσαν μιὰ προσωπίδα, ὄξω ἀπὸ πέντε, ὁποὺ ἐγνώρισα πολλὰ καλά.

3. Ὁ ἕνας (ζωγράφισε τοὺς ὅλους τοὺς πέντε).

4. Καὶ ἐπειδὴ χωρὶς ν᾿ ἀγαπᾶν τὴ γυναίκα ἐσυχνάζανε σπίτι της καὶ ἀρχινήσανε νὰ σκούζουνε,

5. Καὶ ἐγὼ γυρίζοντας κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς εἶπα: Ὄξω ἀπὸ δῶ, ὄξω ἀπὸ δῶ! Τὰ κρίματά σας σᾶς ἐσύρανε ἐδῶ. Τοῦτος ὁ τόπος εἶναι κεραυνοκράχτης, γιατὶ ὁ θεὸς τὸν μισάει.